κατάγελως: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2)</b> посмешище, смешное, нелепость (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд? | |elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2)</b> [[посмешище]], [[смешное]], [[нелепость]] (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд? | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:45, 19 August 2022
English (LSJ)
ωτος, ὁ, A derision, τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? A.Ag.1264, cf. Ar. Ach.76; -γέλωτος ἄξιος X.Oec.13.5; κ. πλατύς sheer mockery, Ar. Ach.1126; κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν Id.Eq.319; διπλοῦν προσλήψῃ -γέλωτα Epict.Ench.22; κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Pl.Cri.45e; κατάγελων ἡγούμην πάντα Philostr.VA 7.23. 2 of persons, laughing-stock, οὗτος κ. νομίζεται Men. 160.4.
German (Pape)
[Seite 1341] ωτος, ὁ, das Verlachen, Verspotten; τί δῆτ' ἐμαυτῆς καταγέλωτ' ἔχω τάδε; Aesch. Ag. 1237, was hab' ich dies mir länger zum Gespötte? Ar. Ach. 75 u. öfter; ὥςπερ κατάγελως τῆς πράξεως, das Lächerliche, Plat. Crit. 45 e; προσλαμβάνω καταγέλωτα Epictet. enchir. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγελως: -ωτος, ὁ, περίγελως, περίπαιγμα, ἐμπαιγμός, Λατ. Iudibrium, τί δῆτ’ ἐμαυτοῦ καταγέλωτ’ ἔχω τάδε; τὰ κοσμήματα ταῦτα ἅπερ ἐπισύρουσι κατ’ ἐμοῦ τὸν ἐμπαιγμὸν τῶν ἀνθρώπων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1264, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 76, Ξεν. Οἰκ. 13, 5, κτλ.· κ. πλατύς, μέγας, ἄκρατος περίγελως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· κατάγελων… φίλοις παρασχεθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 320· ὁ κ. τῆς πράξεως, τὸ κορύφωμα τῆς ἀτοπίας τοῦ πράγματος, Πλάτ. Κρίτων 45Ε· κατάγελων ἡγούμην πάντα Φιλόστρ. 303, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 22. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντικείμενον γέλωτος, ουτος κ. νομίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγ.» 1.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ) :
dérision, moquerie : ὥσπερ κατάγελως τῆς πράξεως PLAT le plus plaisant de l’affaire.
Étymologie: κατά, γέλως.
Greek Monolingual
κατάγελως, -έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, -ον)
το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.)
αρχ.
εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γελως (< γέλως), πρβλ. διά-γελως, περί-γελως].
Greek Monotonic
κατάγελως: -ωτος, ὁ, κοροϊδία, περίπαιγμα, εμπαιγμός, Λατ. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε, αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό εναντίον μου, σε Αισχύλ.· κ. πλατύς, καθαρή, γνήσια, αληθινή κοροϊδία, σε Αριστοφ.· ὁ κ. τῆς πράξεως, το αποκορύφωμα του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατάγελως: ωτος ὁ
1) осмеяние, тж. насмешка, острота (πλατύς Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;
2) посмешище, смешное, нелепость (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα ἔχω τάδε; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάγελως -ωτος, ὁ [καταγελάω] acc. κατάγελων en κατάγελωτα, het uitlachen, spot:. κ. πλατύς onverbloemde spot Aristoph. Ach. 1126; ὁ κατάγελως τῆς πράξεως het belachelijke van de zaak Plat. Crit. 45e.
Middle Liddell
κατά-γελως, ωτος,
mockery, derision, ridicule, Lat. ludibrium, ἐμαυτοῦ καταγέλωτα τάδε; these ornaments which bring ridicule upon me? Aesch.; κ. πλατύς sheer mockery, Ar.; ὁ κ. τῆς πράξεως the crowning absurdity of the matter, Plat.