θαιρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''θαιρός''': {thairós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Türangel]], [[drehbarer Türzapfen]] (Μ 459, Q. S., Agath.), auch [[Wagenachse]] (S. ''Fr''. 596) mit [[θαιραῖος]] (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.<br />'''Etymology''' : Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *''dhu̯r̥''-''i̯ó''-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus [[θύρα]] (s. d.) und [[ἰέναι]] [[gehen]] (?). Norw. dial. ''darre'' [[Türangel]], [[kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten]], von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit [[θαιρός]] identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.<br />'''Page''' 1,647
|ftr='''θαιρός''': {thairós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Türangel]], [[drehbarer Türzapfen]] (Μ 459, Q. S., Agath.), auch [[Wagenachse]] (S. ''Fr''. 596) mit [[θαιραῖος]] (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.<br />'''Etymology''': Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *''dhu̯r̥''-''i̯ó''-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus [[θύρα]] (s. d.) und [[ἰέναι]] [[gehen]] (?). Norw. dial. ''darre'' [[Türangel]], [[kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten]], von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit [[θαιρός]] identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.<br />'''Page''' 1,647
}}
}}

Revision as of 09:50, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιρός Medium diacritics: θαιρός Low diacritics: θαιρός Capitals: ΘΑΙΡΟΣ
Transliteration A: thairós Transliteration B: thairos Transliteration C: thairos Beta Code: qairo/s

English (LSJ)

ὁ, A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10. II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)

German (Pape)

[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.

Greek (Liddell-Scott)

θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gond d’une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.

English (Autenrieth)

hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)

Greek Monolingual

ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.

Greek Monotonic

θαιρός: ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θαιρός:
1) дверной крюк, дверной шип: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;
2) ось повозки Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pivot of a door (Μ 459, Q. S., Agath.), also axle of a chariot (S. Fr. 596)
Compounds: θαιροδύται οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Derivatives: θαιραῖος (Poll.);
Origin: IE [Indo-European] [278] *dʰuer- door
Etymology: Technical term. Acc. to Brugmann (IF 17, 356ff.) from *θϜαρ-ιό-ς, IE *dhu̯r̥-i̯ó-, as Türgänger, from θύρα (s. v.) and ἰέναι go (?). Rather the suffix -i̯o-. Norw. dial. darre Türangel, small standard in the corner of a sledge (Falk-Torp Wb. 1, 178); at best remotely related.

Middle Liddell

θαιρός, ὁ,
the hinge of a door or gate, Il.

Frisk Etymology German

θαιρός: {thairós}
Grammar: m.
Meaning: Türangel, drehbarer Türzapfen (Μ 459, Q. S., Agath.), auch Wagenachse (S. Fr. 596) mit θαιραῖος (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Etymology: Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *dhu̯r̥-i̯ó-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus θύρα (s. d.) und ἰέναι gehen (?). Norw. dial. darre Türangel, kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten, von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit θαιρός identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.
Page 1,647