πεδαωριστής: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pedaoristis | |Transliteration C=pedaoristis | ||
|Beta Code=pedawristh/s | |Beta Code=pedawristh/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] ([[quod vide|q.v.]]). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. <span class="bibl">5</span> : aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id.; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.</span> | |Definition=οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for [[ἵππος]] [[φρυαγματίας]], [[μετεωριστής]], Hsch. (fort. [[πεδαοριστής]]). [[πεδεινός]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[πεδιεινός]]. [[πεδέπω]], Aeol. = [[μεθέπω]] ([[quod vide|q.v.]]). [[πεδέρχομαι]], v. [[μετέρχομαι]] ''III'', IV. <span class="bibl">5</span>: aor. imper. [[πέδελθε]], = [[ἱκέτευσον]], Id.; subj. [[πεδέλθῃ]], = [[ἱκετεύῃ]], Id. (prob.). [[πέδευρα]]· [[ὕστερα]] (Lacon.), Id., and [[πέδευρον]]· [[ὕστερον]], [[πάλιν]], [[ὀπίσω]] (Lacon.), Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής : «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει. | |lstext='''πεδᾱωριστής''': -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ [[μετεωριστής]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πεδαοριστής: «πεδαοριστής· [[ἵππος]] φρυ(α)γματίας καὶ [[μετεωριστής]]»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεδωριστής]] και πιθ. τ. [[πεδαοριστής]], ὁ, Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]] που πηδά με [[υπερηφάνεια]], [[μετεωριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. ή δωρ. τ. του [[μετεωριστής]] με [[αντικατάσταση]] του [[μετά]] από [[πεδά]]]. | |mltxt=και [[πεδωριστής]] και πιθ. τ. [[πεδαοριστής]], ὁ, Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]] που πηδά με [[υπερηφάνεια]], [[μετεωριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. ή δωρ. τ. του [[μετεωριστής]] με [[αντικατάσταση]] του [[μετά]] από [[πεδά]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 21 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός, A v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι III, IV. 5: aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id.; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής: «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
Greek Monolingual
και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].