σκανδάληθρον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skandalithron | |Transliteration C=skandalithron | ||
|Beta Code=skanda/lhqron | |Beta Code=skanda/lhqron | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[stick in a trap]] on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, <span class="bibl">Poll.7.114</span>, <span class="bibl">10.156</span>: metaph., <b class="b3">σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν</b> setting word-[[traps]], i.e. throwing out words which one's adversary will catch at, and so be caught himself, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>687</span>, ubi v. Sch., cf. <span class="bibl">Cratin.457</span>; cf. [[σκάνδαλον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, stick in a trap on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, Poll.7.114, 10.156: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting word-traps, i.e. throwing out words which one's adversary will catch at, and so be caught himself, Ar.Ach.687, ubi v. Sch., cf. Cratin.457; cf. σκάνδαλον.
German (Pape)
[Seite 889] τό, das krumme Stellholz in der Falle, an dem die Lockspeise sitzt, u. das, vom Thiere berührt, losprallt und die Falle zuschlagen macht, wie es Schol. Ar. Ach. 657 ausführlich erklärt, wo Ar. übtr. sagt κᾆτ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ, σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν, u. Einige zusammenlesen wollten σκανδαληθριστάς, wie von σκανδαληθρίζω abgeleitet, welches nicht vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
σκανδάληθρον: [ᾰ], τό, τὸ ῥαβδίον ἢ ξυλάριον τῆς παγίδος, ἐφ’ οὗ τίθεται τὸ δέλεαρ καὶ τὸ ὁποῖον ἅμα ψαυόμενον ὑπὸ τοῦ ζῴου ἀναπηδᾷ καὶ κλείει τὴν παγίδα, τὸ ἐλατήριον, οὕτως εἰπεῖν, τῆς παγίδος, καλούμενον ὡσαύτως καὶ πάσσαλος ἢ ῥόπτρον, Πολυδ. Ζ΄, 114, Ι΄, 156· μεταφορ., σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν, στήνων παγίδας λόγων, δηλ. προφέρων λόγους, οὓς ἁρπάζει ὁ ἐναντίος καὶ οὕτω δι’ αὐτῶν ἡττᾶται ἐν τοῖς λόγοις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 687, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. (σκάνδαλον εἶναι ὁ ἁπλούστερος τύπος, ἂν καὶ δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tige servant de détente à un piège.
Étymologie: σκάνδαλον.
Greek Monotonic
σκανδάληθρον: [ᾰ], τό, ραβδί που τίθεται στην παγίδα, πάνω στο οποίο τοποθετείται το δόλωμα και που όταν το αγγίζει το ζώο αναπηδά και κλείνει την παγίδα, το ελατήριο, η σκανδάλη της παγίδας· μεταφ., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν, στήνοντας παγίδες λόγων, δηλ. εκφέροντας λέξεις-δολώματα, από τις οποίες αρπάζεται ο αντίπαλος στην επιχειρηματολογία, και κατόπιν παγιδεύεται και ακυρώνονται έτσι τα επιχειρήματά του, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκανδάληθρον -ου, τό [σκάνδαλον] valstrik; overdr.. ἐρωτᾷ σκανδάληθρ’ ἱστὰς ἐπῶν hij stelt strikvragen Aristoph. Ach. 687.
Russian (Dvoretsky)
σκανδάληθρον: (δᾰ) τό досл. колышек западни (при прикосновении к которому она захлопывается), перен. западня: σκανδάληθρα ἐπῶν Arph. словесные ловушки.
Middle Liddell
σκᾰνδάληθρον, ου, τό,
the stick in a trap on which the bait is placed, and which, when touched by the animal, springs up and shuts the trap, the trap-spring: metaph., σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν setting word- traps, i. e. words which one's adversary will catch at, and be caught himself, Ar.