ὀμφάλιος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfalios | |Transliteration C=omfalios | ||
|Beta Code=o)mfa/lios | |Beta Code=o)mfa/lios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[having a boss]], [[bossy]], ὀ. σάκεος τρύφος <span class="title">AP</span>6.84 (Paul. Sil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:56, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ον, having a boss, bossy, ὀ. σάκεος τρύφος AP6.84 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 343] ον, den Nabel betreffend, nabelrund, όμ φάλιον σάκεος τρύφος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάλιος: «εἶδος σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.
α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος τρύφος Ἀνθ. Π. 6. 84.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ombiliqué, arrondi ou bombé.
Étymologie: ὀμφαλός.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀμφάλιος, -ία, -ον) ομφαλός
το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον
(στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο του μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ.
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό
2. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το σωματομετρικό σημείο που βρίσκεται στο κέντρο του ανθρώπινου ομφαλού
3. φρ. «ομφάλιος λώρος»
i) ανατ. συνδετικό και αγγειακό στέλεχος, περιβαλλόμενο από άμνιο, το οποίο συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα της μητέρας του, αλλ. ομφαλίδα
ii) τεχνολ. το ειδικό σχοινί με το.οποίο προσδένονται οι αστροναύτες κατά την έξοδό τους από διαστημόπλοιο ή από δορυφόρο σε περίπτωση πτήσης στον κενό χώρο κατά την εκτέλεση επιδιορθώσεων, πειραμάτων, παρατηρήσεων
iii) μτφ. καθετί που συνδέει πρόσωπα ή πράγματα προσδίδοντάς τους ζωή ή δύναμη
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ζωγραφικός πίνακας, πιθ. ελλειψοειδής ή στρογγυλός, στον οποίο απεικονίζεται πρόσωπο ή σύνθεση προσώπων
αρχ.
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. κάποιο στρογγυλό κόσμημα, αυτός που εξέχει, ο ομφαλοειδής, ο κυρτός
2. το ουδ. ως ουσ. α) μικρός ομφαλός
β) κύρτωμα ή κόσμημα στο μέσο ασπίδας.
Greek Monotonic
ὀμφάλιος: -ον (ὀμφᾰλός), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφάλιος: (ᾰ) имеющий острый выступ, с шишкой (σάκεος τρύφος Anth.).