δράκαινα: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0664.png Seite 664]] ἡ, fem. zu [[δράκων]]; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0664.png Seite 664]] ἡ, fem. zu [[δράκων]]; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />dragon femelle.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δράκαινα''': -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ [[δράκων]] (πρβλ. [[Λάκαινα]]), [[θῆλυς]] [[δράκων]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· [[οὕτως]], Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. [[ἄμικτος]] Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. [[μάστιξ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606. | |lstext='''δράκαινα''': -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ [[δράκων]] (πρβλ. [[Λάκαινα]]), [[θῆλυς]] [[δράκων]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· [[οὕτως]], Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. [[ἄμικτος]] Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. [[μάστιξ]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ης, ἡ, fem. of δράκων, A she-dragon, h.Ap.300; of the Erinyes, A.Eu.128; Ἅιδου δ., of the Erinys of Clytaemnestra, E.IT 286; compared with a courtesan, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Secund. Sent.8. II scourge, Ar.Fr.767.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [δρᾰκ-]
1 de seres femeninos serpiente, dragón δράκαιναν κτεῖνεν h.Ap.300, δρακαίνης <σχῆμ'> ἔχουσα de Harmonía, E.Ba.1358, ὑπὸ θηρίου χαλεποῦ δρακαίνης ... ἔρημον γενέσθαι καὶ ἀπροσπέλαστον de Delfos, Plu.2.414a, ἡ ἔρημος τῶν δρακαινῶν A.Phil.8.16, cf. Opp.C.3.223, en la descripción de anim. fantásticos οἱ ἕλειοι ... εἰσὶ ταῖς δρακαίναις ὅμοιοι Philostr.VA 3.6, dicho de diosas y mujeres temibles δεινὴ δ. A.Eu.128, δρακαίνης γόνον tal vez de Clitemnestra Lyr.Adesp.13(b).10, ᾍδου δ. E.IT 286, δ. ἄμεικτος Anaxil.22.3, cf. Lyc.674, 1114, como epít. de Atenea, Orph.H.32.11.
2 látigo Ar.Fr.808.
3 sent. dud. νύμφη δ. prob. designación de un grado de iniciación en algún culto esotérico IUrb.Rom.974, cf. CIL 6.30159 (Roma).
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, fem. zu δράκων; H. h. Apoll. 300; Aesch. Eum. 125 heißen die Furien so; Eur. Bacch. 1355, öfter. – Auch Name eines Fisches, wie
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dragon femelle.
Étymologie: δράκων.
Greek (Liddell-Scott)
δράκαινα: -ης, -ἡ, θηλ. τοῦ δράκων (πρβλ. Λάκαινα), θῆλυς δράκων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ. 300· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 128· οὕτως, Ἅιδου δρ., ἐπὶ τῶν Ἐρινύων τῆς Κλυταιμήστρας, Εὐρ. Ι. Τ. 286· καὶ ἐπὶ ἑταίρας, δρ. ἄμικτος Ἀναξίλ. Νεοττ. 1. ΙΙ. μάστιξ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 606.
Greek Monolingual
η (AM δράκαινα)
1. θηλ. του δράκος, η γυναίκα του δράκου, η λάμια
μσν.- νεοελλ.
ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα
2. ζωολ. είδος μεγάλης σαύρας της οικογένειας τών τεγιιδών
3. βοτ. είδος ποωδών φυτών της οικογένειας τών λειριοειδών
αρχ.
είδος μαστιγίου.
Greek Monotonic
δράκαινα: -ης, ἡ, θηλ. του δράκων (πρβλ. Λάκαινα), δράκαινα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δράκαινα: (ᾰ) ἡ [f к δράκων дракон, змея HH, Aesch.: Ἃιδου δ. Aesch. = Ἐρινύες.
Middle Liddell
δράκαινα, ης, ἡ, n [fem. of δράκων, cf. Λάκαινα
a shedragon, Hhymn., Aesch., Eur.