ζά: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=za/
|Beta Code=za/
|Definition=[ᾰ], Aeol. for [[διά]], rarely as [[preposition]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν <span class="bibl">Theoc.29.6</span>, cf. <span class="title">IG</span>12(2).484.3 (Mytil.); <b class="b3">ζὰ νυκτός</b> ap.Jo.Gramm.<span class="title">Comp.</span>3.3; [[ζὰ]] χῶρις ἔχην <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Oxy.</span>1787</span> <span class="title">Fr.</span>3ii 18; [[ζαβάλλω]], [[ζάημι]], etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as Prefix (cf. [[διά]]), [[very]], in Ep. Adjs., [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], etc.; cf. [[ζαμενέω]], [[ζάπλουτος]], [[ζάφελος]].</span>
|Definition=[ᾰ], Aeol. for [[διά]], rarely as [[preposition]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν <span class="bibl">Theoc.29.6</span>, cf. <span class="title">IG</span>12(2).484.3 (Mytil.); <b class="b3">ζὰ νυκτός</b> ap.Jo.Gramm.<span class="title">Comp.</span>3.3; [[ζὰ]] χῶρις ἔχην <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Oxy.</span>1787</span> <span class="title">Fr.</span>3ii 18; [[ζαβάλλω]], [[ζάημι]], etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as Prefix (cf. [[διά]]), [[very]], in Ep. Adjs., [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], etc.; cf. [[ζαμενέω]], [[ζάπλουτος]], [[ζάφελος]].</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>éol. c.</i> [[διά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζά''': ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
|lstext='''ζά''': ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
}}
{{bailly
|btext=<i>éol. c.</i> [[διά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζά Medium diacritics: ζά Low diacritics: ζα Capitals: ΖΑ
Transliteration A: Transliteration B: za Transliteration C: za Beta Code: za/

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. for διά, rarely as preposition, A ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰ χῶρις ἔχην Sapph.Oxy.1787 Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc. 2 as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.

French (Bailly abrégé)

éol. c. διά.

Greek (Liddell-Scott)

ζά: ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, ζάβατος, ζάδηλος, ζαελαξάμην, ζάημι, ζανεκῶς, ζύγρα (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = δίαιτα. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, ζαμενής, ζατρεφής, ζαφλεγής καὶ ζαχρηής, ἴσως ὡσαύτως ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι ζαμενέω· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.

Greek Monotonic

ζά: [ᾰ],
I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ζά:
I (ᾰ) эол. = διά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζά Aeol. voor διά.

Middle Liddell

[aeolic for διά]
ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theocr.

Frisk Etymology German

ζά: {zá}
Forms: äolische Form von διά,
Meaning: meistens verstärkend in ep. Kompp. wie ζαής (s. d.), ζάθεος sehr göttlich, hochheilig, ζάκοτος sehr zornig, Ζάλευκος PN.
Etymology: Weil für ζα- unter unklaren Bedingungen δα- eintrat, findet sich durch umgekehrte Schreibung bzw. Aussprache auch ζα- für erwartetes δα-, z. B. in ζάπεδον für δάπεδον, ζακόρος für *δακόρος, wohl auch in ζακρυόεις; s. dd. — Schwyzer 330f., Schwyzer-Debrunner 449, Chantraine Gramm. hom. 1, 169; weitere Lit. bei Risch Mus. Helv. 3, 255 A. 2.
Page 1,606