διανόημα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] τό, der <b class="b2">Gedanke, </b>die [[Meinung]], der [[Entschluß]]; Plat. Prot. 548 d Conv. 210 d; – δ. διανοεῖσθαι, Legg. X, 903 a; Xen. Hell. 7, 5, 19; – Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0592.png Seite 592]] τό, der <b class="b2">Gedanke, </b>die [[Meinung]], der [[Entschluß]]; Plat. Prot. 548 d Conv. 210 d; – δ. διανοεῖσθαι, Legg. X, 903 a; Xen. Hell. 7, 5, 19; – Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pensée, idée.<br />'''Étymologie:''' [[διανοέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διανόημα''': τό, [[σκέμμα]], [[ἰδέα]], Πλάτ. Πρωτ. 348D, Συμπ. 210D, κτλ.· ἰδίως, [[φαντασία]], [[ψευδὴς]] [[ἰδέα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 959.
|lstext='''διανόημα''': τό, [[σκέμμα]], [[ἰδέα]], Πλάτ. Πρωτ. 348D, Συμπ. 210D, κτλ.· ἰδίως, [[φαντασία]], [[ψευδὴς]] [[ἰδέα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 959.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pensée, idée.<br />'''Étymologie:''' [[διανοέομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 19:37, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανόημα Medium diacritics: διανόημα Low diacritics: διανόημα Capitals: ΔΙΑΝΟΗΜΑ
Transliteration A: dianóēma Transliteration B: dianoēma Transliteration C: dianoima Beta Code: diano/hma

English (LSJ)

ατος, τό, thought, notion, X.HG7.5.19, Isoc.3.9, Pl.Smp.210d; διανοήματος εὐτέλεια Plu.2.40c; thought, opp. words, Pl.Prt.348d, Phld.Po.2.30,40: pl., meanings of words, Id.Rh.2.190S.; esp. whim, sick fancy, Hp.Epid.1.23; intention, PLond.5.1724.15, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1intención, proyecto τελευτᾷ τὸ ἐπιχείρημα τῶν διανοημάτων Hp.Vict.1.2, τῆς φθορᾶς ... ὅλου τοῦ διανοήματος οὐ δειλίαν οὖσαν τὴν αἰτίαν no siendo la cobardía la causa de la ruina del proyecto en su conjunto Pl.Lg.688c, op. καρδία LXX Da.8.25, cf. Ez.14.3, εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα Eu.Luc.11.17, cf. D.C.57.5.5.
2 razonamiento ᾧ (νῷ μόνῳ) δὴ καὶ διανοήματι λάβωμεν αὐτοῦ por el cual (el intelecto solo) y por el razonamiento podamos concebirlo Pl.Lg.898e, τῶν διανοημάτων ἡ ἐκ τοῦ νοῦ φερομένη δύναμις Pl.Ti.71b, φιλοτίμων γὰρ ἀνδρῶν τὰ τοιαῦτα διανοήματα X.HG 7.5.19, τῶν μ[ὲ] ν ἐπὶ μέρους διανο[η] μάτων ἀπειρότατός ἐστιν Phld.Cont.4.12, τῶν μαθημάτων ἔσται καὶ τῶν διανοημάτων τὸ αἰσθητικόν Plot.4.3.29, μίμησις γὰρ οὐ χρῆσίς ἐστι τῶν διανοημάτων D.H.Rh.10.19, περὶ ... τούτου τοῦ διανοήματος ἄλλοι ἄλλως φανοῦσιν Vett.Val.147.1, γενναίως χρῆται τῷ διανοήματι Sch.Er.Il.19.174a, φαῦλον Phld.Po.C fr.h.17, cf. PLond.1724.15 (VI d.C.), γελοῖον Sch.Er.Il.4.310a
op. λόγος pensamiento ἵνα ... καλοὺς λόγους ... τίκτῃ καὶ διανοήματα ἐν φιλοσοφίᾳ ἀφθόνῳ Pl.Smp.210d, cf. Hp.Epid.1.23, op. ῥῆμα Plu.2.40c, op. ἔργον: καὶ τῶν ἔργων καὶ τῶν διανοημάτων ἁπάντων ἡγεμόνα λόγον ὄντα Isoc.3.9, 15.257, op. πρᾶξις Arr.Epict.2.8.13, Nemes.Nat.Hom.M.40.741B, op. λόγος y ἔργον Pl.Prt.348d.
3 noción, idea, concepto περὶ θεῶν ... διανοήματα Pl.Epin.988c, como ‘contenido’ de la obra poética, op. σύνθεσις Phld.Po.B fr.11.1.2.
II significado στίχους ... ὑπὸ τὸ αὐτὸ δ. τάξαι Chrysipp.Stoic.2.255, cf. Phld.Rh.2.190, προστίθησι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καθ' ἕκαστον δ. D.Chr.36.12, 33.1.

German (Pape)

[Seite 592] τό, der Gedanke, die Meinung, der Entschluß; Plat. Prot. 548 d Conv. 210 d; – δ. διανοεῖσθαι, Legg. X, 903 a; Xen. Hell. 7, 5, 19; – Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pensée, idée.
Étymologie: διανοέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διανόημα: τό, σκέμμα, ἰδέα, Πλάτ. Πρωτ. 348D, Συμπ. 210D, κτλ.· ἰδίως, φαντασία, ψευδὴς ἰδέα, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 959.

English (Strong)

from a compound of διά and νοιέω; something thought through, i.e. a sentiment: thought.

English (Thayer)

διανοήματος, τό (διανοέω, to think), a thought: Sept.; Sirach (circa 132 B.C.>?); often in Plato.)

Greek Monolingual

το (Α διανόημα) διανοούμαι
στοχασμός, διαλογισμός, σκέψη
αρχ.
(σε πληθ.) τα διανοήματα
νοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες.

Greek Monotonic

διανόημα: -ατος, τό, σκέψη, ιδέα, γνώμη, θεωρία, αντίληψη, απόφαση, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανόημα -ατος, τό [διανοέομαι] gedachte, idee. geneesk. inbeelding, waanbeeld.

Russian (Dvoretsky)

διανόημα: ατος τό
1) размышление, мысль (ἅπαν ἔργον καὶ λόγος καὶ δ. Plat.);
2) замысел, намерение: τοῖς ὀνόμασι παραπετάσμασι χρῆσθαι τῶν διανοημάτων Plut. пользоваться словами, чтобы скрывать свои намерения.

Middle Liddell

διανόημα, ατος, τό, n [from διανοέομαι
a thought, notion, Plat.

Chinese

原文音譯:dianÒhma 笛阿-挪誒馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-心思(結果)
字義溯源:想法,意念;由(διά)*=通過)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 意念(1) 路11:17

English (Woodhouse)

concept

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)