εὔεδρος: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui repose sur de beaux sièges;<br /><b>2</b> qui se pose favorablement ; qui se pose à droite <i>en parl. d'un oiseau, càd</i> d'heureux augure.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕδρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ. | |lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἕδρα) A on stately throne, of gods, A.Th.96, 319 (both lyr.). 2 εὔ. καθέδρα a firm seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; τὸ εὔ. Ph.1.21; well-poised, Apollod.Poliorc.157.3. Adv. -ρως, = βεβαίως, Hsch., Phot. 3 of ships, = ἐΰσσελμος, Theoc.13.21. 4 well-fitting, of building materials, D.H. Comp.6. Adv. -ρως, = εὐθέτως, Hsch. II Pass., easy to sit, ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.). III in a right or lucky place, εὔεδρος ὄρνις a bird of augury appearing in a lucky quarter, Ael.NA16.16.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui repose sur de beaux sièges;
2 qui se pose favorablement ; qui se pose à droite en parl. d'un oiseau, càd d'heureux augure.
Étymologie: εὖ, ἕδρα.
Greek (Liddell-Scott)
εὔεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· καθέδρα εὔεδρος, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς κάθισμα ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = ἐΰσσελμος, Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., ἵππος εὔεδρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, εὔεδρος ὄρνις, οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· καθόλου, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔεδρος, -ον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.)
2. αυτός που κάθεται καλά, στέρεα
3. εδραιωμένος καλά, ισορροπημένος
4. (για πλοίο) αυτός που έχει καλά καθίσματα, ο εΰσσελμος
5. ο ταιριαστός, ο αρμόδιος
6. φρ. «καθέδρα εὔεδρος» — ασφαλές κάθισμα πάνω στο άλογο
7. φρ. «ὄρνιν οὐκ εὔεδρον» — οιωνός που δεν εμφανίζεται σε εύθετο χρόνο, Αιλ.).
επίρρ...
εὐέδρως (Α)
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εδρος (< έδρα), πρβλ. πολύεδρος, πρόεδρος].
Greek Monotonic
εὔεδρος: -ον (ἕδρα),
I. 1. αυτός που έχει λαμπρή θέση, αυτός που κάθεται σε επιβλητικό θρόνο, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πλοίο, = ἐΰσσελμος, σε Θεόκρ.
II. Παθ., βολικός, άνετος, αναπαυτικός, ἵππος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὔεδρος:
1) восседающий на прекрасном троне (μάκαρες Aesch.);
2) снабженный прекрасными скамьями (Ἀργώ Theocr.);
3) с удобным для сидения хребтом (ἵππος Xen.).
Middle Liddell
εὔ-εδρος, ον ἕδρα
I. with beautiful seat, on stately throne, of gods, Aesch.
2. of a ship, = ἐΰσσελμος, Theocr.
II. pass. easy to sit, ἵππος Xen.