καταμηνύω: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; [[στήλη]] καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; [[στήλη]] καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> indiquer, signaler, expliquer;<br /><b>2</b> dénoncer, accuser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μηνύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
|lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> indiquer, signaler, expliquer;<br /><b>2</b> dénoncer, accuser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μηνύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμηνύω Medium diacritics: καταμηνύω Low diacritics: καταμηνύω Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΥΩ
Transliteration A: katamēnýō Transliteration B: katamēnyō Transliteration C: kataminyo Beta Code: katamhnu/w

English (LSJ)

A point out, make known, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Hdt.7.30; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω A.Pr.176 (anap.), cf. Plu.Them.23, etc.; κ. ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος Hdt.6.29; τὸν Ὅμηρον ὅτι… Phld. Hom.p.54 O.:—Pass., Jul.adAth.273d. 2 inform against, τινος Lys.13.49, cf. D.24.60; also τινὰς πρός τινα D.H.4.43:—Pass., ὑπό τινος καταμηνυθείς ib.62, cf. Cod.Just.10.11.8.4. 3 of a god, give a sign, X.HG3.3.2.

German (Pape)

[Seite 1363] anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.

French (Bailly abrégé)

1 indiquer, signaler, expliquer;
2 dénoncer, accuser, gén..
Étymologie: κατά, μηνύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταμηνύω: δεικνύω, φανερώνω, κάμνω γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) φέρω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταγγέλλω, τινός, ὡς τὸ καταμαρτυρέω, Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ Ποσειδῶν κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ.

Greek Monolingual

(AM καταμηνύω)
υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον
αρχ.
1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω
2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο.

Greek Monotonic

καταμηνύω: [ῡ], μέλ. -ύσω,
1. υποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω, κάνω νύξη, αποκαλύπτω, σε Ηρόδ.
2. καταγγέλλω, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταμηνύω:
1) обозначать, указывать (στήλη καταπεπηγυῖα καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her.);
2) давать знак (τοῖς ὄμμασι Plut.);
3) рассказывать, открывать (τὴν πρᾶξιν Plut.): οὔποτε τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков;
4) показывать против, обвинять, уличать: κ. καταψευδομένου τινός Xen. уличать кого-л. во лжи;
5) доносить (τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μηνύω, Dor. καταμανύω onthullen, aanwijzen:; καταμηνύει ἑωυτὸν ὡς εἴη Ἱστιαῖος hij onthulde dat hij Histiaeus was Hdt. 6.29.2; καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους (de zuil) geeft door een opschrift de grens aan Hdt. 7.30.2; met gen. en pred. ptc.: ὁ Ποτειδὰν καὶ μάλα σευ ψευδομένω κατεμάνυσεν Poseidon heeft met zekerheid over jou aangegeven dat jij liegt Xen. Hell. 3.3.2. beschuldigen, met gen.: οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν τούτων hij had tegen die mannen geen beschuldiging geuit Lys. 13.49.

Middle Liddell

fut. ύσω
1. to point out, make known, indicate, Hdt.
2. to inform against, τινός Xen.