καθαρμόζω: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> καθήρμοσα;<br />arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]]. | |lstext='''καθαρμόζω''': [[προσαρμόζω]], [[προσάπτω]], βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. [[πρόσθιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:25, 1 October 2022
English (LSJ)
join or fit to, βρόχον δείρᾳ E.Hipp.771 (lyr.); [πλόκαμον] ὑπὸ μίτρᾳ Id.Ba.929; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting its forefeet to my hands, Id.Rh.210; fit clamps into their places, IG7.3073.72 (Lebad.):—Med., Ph.1.342.
German (Pape)
[Seite 1281] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767.
French (Bailly abrégé)
ao. καθήρμοσα;
arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).
Étymologie: κατά, ἁρμόζω.
Greek (Liddell-Scott)
καθαρμόζω: προσαρμόζω, προσάπτω, βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. πρόσθιος.
Greek Monolingual
(Α καθαρμόζω)
εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αρμόζω].
Greek Monotonic
καθαρμόζω: μέλ. -σω, προσαρμόζω ή ενώνω, συναρμολογώ, τί τινι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαρμόζω: ион. καταρμόζω
1) прилаживать, пригонять, вставлять (τὸν λίθον Her.);
2) приставлять, прикладывать (βρόχον δέρᾳ Eur.);
3) укладывать, убирать (πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-αρμόζω pasklaar maken, laten passen (bij), met acc. en dat.: βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δειρᾷ een strop om haar blanke hals passend Eur. Hipp. 770; ὡς ἐγώ νιν μίτρᾳ καθήρμοσα zoals ik deze (haarlok) onder de haarband had geschoven Eur. Ba. 929.
Middle Liddell
fut. σω
to join or fit to, τί τινι Eur.