περιοικέω: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0584.png Seite 584]] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />habiter autour de, dans le voisinage de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[οἰκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοικέω''': ([[περίοικος]]) κατοικῶ [[πέριξ]] προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
|lstext='''περιοικέω''': ([[περίοικος]]) κατοικῶ [[πέριξ]] προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />habiter autour de, dans le voisinage de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[οἰκέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοικέω Medium diacritics: περιοικέω Low diacritics: περιοικέω Capitals: ΠΕΡΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: perioikéō Transliteration B: perioikeō Transliteration C: perioikeo Beta Code: perioike/w

English (LSJ)

(περίοικος) dwell round persons or places, c. acc., Hdt.1.57, al., X.An.5.6.16: abs., Hdt.5.23, Lys.7.28:—Pass., to be inhabited all round, κύκλῳ Arist.Mete.354a4, Scyl.107, Scymn. 766.

German (Pape)

[Seite 584] umher, in der Nachbarschaft wohnen, um Einen, τινά, Her. 5, 78, Xen. An. 5, 6, 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter autour de, dans le voisinage de, acc..
Étymologie: περί, οἰκέω.

Greek (Liddell-Scott)

περιοικέω: (περίοικος) κατοικῶ πέριξ προσώπου τινὸς ἢ τόπου, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 57., 2. 112., 5. 23, 58, Λυσ. 110. 40, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16· - Παθ., ἐπὶ θαλασσῶν, Ὑρκανία καὶ Κασπία ... περιοικούμεναι κύκλῳ Ἀριστ. Μετεωρολογ. 2. 1, 8.

English (Strong)

from περί and οἰκέω; to reside around, i.e. be a neighbor: dwell round about.

English (Thayer)

περιοίκῳ; to dwell round about: τινα (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12), to be one's neighbor, Herodotus, Aristophanes, Xenophon, Lysias, Plutarch.)

Greek Monotonic

περιοικέω: μέλ. -ήσω (περίοικος), διαμένω γύρω από ένα πρόσωπο ή τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιοικέω: жить вокруг (ἀμφοτέρωθεν γείτονες περιοικοῦσιν Lys.): περιοικοῦντες τὸν Πόντον Xen. жители берегов Понта; θάλατται περιοικούμεναι κύκλῳ Arst. моря с заселенными вокруг берегами; οἱ περιοικοῦντες NT окрестные жители.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιοικέω [περίοικος] rondom... wonen, om... heen wonen, met acc.

Middle Liddell

fut. ήσω περίοικος
to dwell round a person or place, c. acc., Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:perioikšw 胚里-哀咳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:周圍-家
字義溯源:周圍居住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(οἰκέω)=居住)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過),而 (οἰκέω)出自((οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 周圍居住(1) 路1:65