σιδηρόδετος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; [[ξύλον]] σιδηρόδετον, Her. 9, 37; [[πόρπαξ]], Bacchylid. fr. 12; sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; [[ξύλον]] σιδηρόδετον, Her. 9, 37; [[πόρπαξ]], Bacchylid. fr. 12; sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />attaché avec des liens de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρόδετος''': -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37. <br />ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401. | |lstext='''σῐδηρόδετος''': -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37. <br />ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, iron-bound, πόρπακες B.Fr.3; ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.BJ 6.5.3.
German (Pape)
[Seite 879] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché avec des liens de fer.
Étymologie: σίδηρος, δέω.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόδετος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37.
ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401.
Greek Monolingual
-η, -ο / σιδηρόδετος, -ον, ΝΜΑ
σιδερόδετος
μσν.
σιδηροδέσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].
Greek Monotonic
σῐδηρόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόδετος: дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом (ξύλον Her.; κνῆσμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηρόδετος -ον, Dor. σιδᾱρόδετος [σίδηρος, δέω] met ijzer vastgeklonken.
Middle Liddell
σῐδηρό-δετος, ον,
iron-bound, ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, i. e. in the stocks, Hdt.