σφηκόω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sfhko/w
|Beta Code=sfhko/w
|Definition=(σφήξ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make like a wasp]], i.e. [[pinch in at the waist]], [[bind tightly]], <span class="bibl">Phryn.Com.91</span>; σ. τὸ ὅλον σῶμα <span class="bibl">Hld.10.31</span>; χεῖρας <span class="title">APl.</span>4.195 (Satyr.); [[ἀγγεῖον]] [[close]] the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.17</span>: aor. Med. σφηκώσατο <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.192</span>, <span class="bibl">15.147</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο</b> [[were bound tightly]], <span class="bibl">Il.17.52</span>; <b class="b3">ἐσφήκωντο κορύμβαις</b> prob. in Antim. in <span class="bibl"><span class="title">PMilan.</span>17.4</span>; κόμη ἐσφηκωμένη <span class="bibl">Poll.2.25</span>; [[σφηκούμενος]] [[one binding up his hair]], <span class="bibl">Ph.2.479</span>; <b class="b3">δειρὴν ἐσφήκωται</b> [[he is narrow]] in the neck, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>289</span>; <b class="b3">ὁ δὲ τέτρατος</b> (sc. [[κύκλος]]) <b class="b3"> ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις</b> [[is fixed]], <span class="bibl">Arat.526</span>, cf. <span class="bibl">441</span>; <b class="b3">θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι</b> [[well-closed]] window-shutters, <span class="bibl">Aristid. <span class="title">Or.</span>51(27).8</span> (<b class="b3">-σφην-</b> is prob. cj.); so <b class="b3">καλύμματ' ἐσφηκ</b>. <span class="bibl">Anacr.21.3</span>: metaph., coupled with [[πλεκτόν]] in <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.45</span>.</span>
|Definition=(σφήξ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make like a wasp]], i.e. [[pinch in at the waist]], [[bind tightly]], <span class="bibl">Phryn.Com.91</span>; σ. τὸ ὅλον σῶμα <span class="bibl">Hld.10.31</span>; χεῖρας <span class="title">APl.</span>4.195 (Satyr.); [[ἀγγεῖον]] [[close]] the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.17</span>: aor. Med. σφηκώσατο <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.192</span>, <span class="bibl">15.147</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο</b> [[were bound tightly]], <span class="bibl">Il.17.52</span>; <b class="b3">ἐσφήκωντο κορύμβαις</b> prob. in Antim. in <span class="bibl"><span class="title">PMilan.</span>17.4</span>; κόμη ἐσφηκωμένη <span class="bibl">Poll.2.25</span>; [[σφηκούμενος]] [[one binding up his hair]], <span class="bibl">Ph.2.479</span>; <b class="b3">δειρὴν ἐσφήκωται</b> [[he is narrow]] in the neck, <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>289</span>; <b class="b3">ὁ δὲ τέτρατος</b> (sc. [[κύκλος]]) <b class="b3"> ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις</b> [[is fixed]], <span class="bibl">Arat.526</span>, cf. <span class="bibl">441</span>; <b class="b3">θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι</b> [[well-closed]] window-shutters, <span class="bibl">Aristid. <span class="title">Or.</span>51(27).8</span> (<b class="b3">-σφην-</b> is prob. cj.); so <b class="b3">καλύμματ' ἐσφηκ</b>. <span class="bibl">Anacr.21.3</span>: metaph., coupled with [[πλεκτόν]] in <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.45</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />serrer <i>ou</i> amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />serrer <i>ou</i> amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 09:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκόω Medium diacritics: σφηκόω Low diacritics: σφηκόω Capitals: ΣΦΗΚΟΩ
Transliteration A: sphēkóō Transliteration B: sphēkoō Transliteration C: sfikoo Beta Code: sfhko/w

English (LSJ)

(σφήξ) A make like a wasp, i.e. pinch in at the waist, bind tightly, Phryn.Com.91; σ. τὸ ὅλον σῶμα Hld.10.31; χεῖρας APl.4.195 (Satyr.); ἀγγεῖον close the vessel, Dsc.5.54; τοὺς κορακίνους Ael.NA13.17: aor. Med. σφηκώσατο Nonn.D.1.192, 15.147. II Pass., πλοχμοί θ', οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο were bound tightly, Il.17.52; ἐσφήκωντο κορύμβαις prob. in Antim. in PMilan.17.4; κόμη ἐσφηκωμένη Poll.2.25; σφηκούμενος one binding up his hair, Ph.2.479; δειρὴν ἐσφήκωται he is narrow in the neck, Nic. Th.289; ὁ δὲ τέτρατος (sc. κύκλος) ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις is fixed, Arat.526, cf. 441; θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι well-closed window-shutters, Aristid. Or.51(27).8 (-σφην- is prob. cj.); so καλύμματ' ἐσφηκ. Anacr.21.3: metaph., coupled with πλεκτόν in Phld.Po.2.45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
serrer ou amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d'or.
Étymologie: σφήξ.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκόω: μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) κάμνω τινὰ ὥσπερ σφῆκα, δηλ. περισφίγγω κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ ἁπλῶς δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον σῶμα σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· δέσμιον σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· κόμη ἐσφηκωμένη Πολυδ. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ καλῶς ἐσφηκωμέναι, καλῶς κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ σφηκόω συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ σφηνόω, ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. διασφηκόομαι.

English (Autenrieth)

(σφήξ), pass. plup. ἐσφήκωντο: compress in a wasp-like shape, bind together, Il. 17.52†.

Greek Monotonic

σφηκόω: μέλ. -ώσω (σφήξ),
I. κάνω κάποιον να μοιάζει με σφήκα, δηλ. τον κάνω να έχει δακτυλιδένια μέση, περισφίγγω γύρω από τη μέση· γενικά, περιδένω σφιχτά, ή, απλώς, δένω, συνάπτω, συνδέω, σε Ανθ.
II. Παθ., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (γʹ πληθ. υπερσ.), πλεξούδες μαλλιών που ήταν δεμένες σφιχτά ή πλεγμένες και τις συγκρατούσαν χρυσές ή ασημένιες πόρπες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

σφηκόω: перехватывать поперек, перетягивать (подобно телу осы) (καλύμματα ἐσφηκωμένα Anacr.): πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο Hom. кудри были перехвачены золотыми пряжками (или кольцами).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηκόω [σφήξ] insnoeren (naar analogie van de smalle taille van een wesp), ombinden:. οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο die ombonden waren met goud en zilver Il. 17.52.

Middle Liddell

σφηκόω, fut. -ώσω σφήξ
I. to make like a wasp, i. e. to pinch in at the waist: generally, to bind tightly, Anth.
II. Pass., πλοχμοί, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο (3rd pl. plup.) braids of hair, which were bound tightly with gold and silver, Il.