Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεγάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=couvrir, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]].
|btext=couvrir, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
|elnltext=στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.
}}
{{elru
|elrutext='''στεγάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прикрывать]], [[покрывать]] (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ [[ἄνω]] Xen. прикрытый сверху;<br /><b class="num">2)</b> (о сне), [[окутывать]], [[обнимать]], (τινά Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
|lsmtext='''στεγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, = [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]], σε Ξεν.· μεταφ., <i>ὕπνοςστεγάζει τινά</i>, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, [[πλοίο]] που βρίσκεται στο [[νεώριο]], ναύσταθμο, σε Αντιφών.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στεγάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прикрывать]], [[покрывать]] (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ [[ἄνω]] Xen. прикрытый сверху;<br /><b class="num">2)</b> (о сне), [[окутывать]], [[обнимать]], (τινά Soph.).
|lstext='''στεγάζω''': μελλ. -άσω, = [[στέγω]], [[σκεπάζω]], ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος [[ὅπερ]] σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· [[καλύπτω]] διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., [[ὕπνος]] στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον, ἔχον [[κατάστρωμα]], Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[στέγω]]<br />to [[cover]], Xen.: metaph., [[ὕπνος]] στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον a [[decked]] [[vessel]], [[Antipho]].
|mdlsjtxt== [[στέγω]]<br />to [[cover]], Xen.: metaph., [[ὕπνος]] στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., [[πλοῖον]] ἐστεγασμένον a [[decked]] [[vessel]], [[Antipho]].
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγάζω Medium diacritics: στεγάζω Low diacritics: στεγάζω Capitals: ΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: stegázō Transliteration B: stegazō Transliteration C: stegazo Beta Code: stega/zw

English (LSJ)

= στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr.CP1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.

French (Bailly abrégé)

couvrir, envelopper.
Étymologie: στέγη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.

Russian (Dvoretsky)

στεγάζω:
1) прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ ἄνω Xen. прикрытый сверху;
2) (о сне), окутывать, обнимать, (τινά Soph.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ στέγη / στέγος
κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ
γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ σύντομα»)
2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω
αρχ.
1. (γενικά) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», Ξεν.)
2. (για τον ύπνο) καταλαμβάνω κάποιον («ὥστ' οὔτε νυκτὸς ὕπνον, οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», Σοφ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στεγάζον
το σώμα θεωρούμενο ότι περιβάλλει την ψυχή
4. φρ. α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — πλοίο με κατάστρωμα
β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το νερό.

Greek Monotonic

στεγάζω: μέλ. -άσω, = στέγω, καλύπτω, σκεπάζω, ταβανώνω, σε Ξεν.· μεταφ., ὕπνοςστεγάζει τινά, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., πλοῖον ἐστεγασμένον, πλοίο που βρίσκεται στο νεώριο, ναύσταθμο, σε Αντιφών.

Greek (Liddell-Scott)

στεγάζω: μελλ. -άσω, = στέγω, σκεπάζω, ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος ὅπερ σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· καλύπτω διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., ὕπνος στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. πλοῖον ἐστεγασμένον, ἔχον κατάστρωμα, Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.

Middle Liddell

= στέγω
to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.