τρῦχος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> haillon, loque;<br /><b>2</b> τὰ τρύχη vêtement de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τρύχω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> haillon, loque;<br /><b>2</b> τὰ τρύχη vêtement de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[τρύχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρῦχος -ους, zonder contr. -εος, τό [τρύχω] lap, flard. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῦχος:''' [[varia lectio|v.l.]] τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ. | |lsmtext='''τρῦχος:''' -εος, τό ([[τρύω]]), φθαρμένο [[ιμάτιο]], [[ράκος]], παλιό [[ρούχο]], σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρῦχος''': -εος, τό, [[ἱμάτιον]] τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, [[ῥάκος]], τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, [[αὐτόθι]] 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[ῥῆγμα]], δι’ ἱματίων... [[οἷον]] τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι [[πανταχοῦ]] ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[τρύχω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρῦχος]], ος, εος, τό, [[τρύω]]<br />a [[worn]] out [[garment]], a rag, [[shred]], Eur.;—in pl. rags, [[tatters]], Eur. | |mdlsjtxt=[[τρῦχος]], ος, εος, τό, [[τρύω]]<br />a [[worn]] out [[garment]], a rag, [[shred]], Eur.;—in pl. rags, [[tatters]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, A worn out, tattered garment, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777; τρύχει πέπλων E.El.501, cf. Thphr.HP3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418. II rent, δι' ἱματίων . . οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 haillon, loque;
2 τὰ τρύχη vêtement de deuil.
Étymologie: τρύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρῦχος -ους, zonder contr. -εος, τό [τρύχω] lap, flard.
Russian (Dvoretsky)
τρῦχος: v.l. τρύχος, εος τό тж. pl. лохмотья, рубище Soph., Eur., Arst., Anth.
Greek Monolingual
και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ-ος)].
Greek Monotonic
τρῦχος: -εος, τό (τρύω), φθαρμένο ιμάτιο, ράκος, παλιό ρούχο, σε Ευρ.· στον πληθ., ράκη, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῦχος: -εος, τό, ἱμάτιον τετριμμένον καὶ ῥακῶδες, ῥάκος, τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος Σοφ. Ἀποσπ. 843· τρύχει πέπλων Εὐρ. Ἠλ. 501· - ἐν τῷ πληθ., ῥάκη, αὐτόθι 184, Φοίν. 325, Ἀριστοφ. Ἀχ. 418. ΙΙ. σχίσμα, ῥῆγμα, δι’ ἱματίων... οἷον τρ. ἐποίησεν Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 11. [Οἱ παλαιοὶ γραμμ. γράφουσι τρύχος, ὡς εἰ τὸ υ ἦν βραχύ· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσι πανταχοῦ ῡ, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ τρύχω].
Middle Liddell
τρῦχος, ος, εος, τό, τρύω
a worn out garment, a rag, shred, Eur.;—in pl. rags, tatters, Eur.