συμμανθάνω: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> s'instruire <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> s'habituer à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]]. | |btext=<b>1</b> s'instruire <i>ou</i> apprendre avec;<br /><b>2</b> s'habituer à.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 ( lyr. ). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμανθάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[совместно или одновременно учиться]] (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. [[τόπος]] Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);<br /><b class="num">2)</b> [[привыкать]]: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ [[πῶμα]] ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συμμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>συνέμᾰθον</i>· [[μαθαίνω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω [[μερίδιο]] στη [[γνώση]] κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· <i>ὁ συμμαθών</i>, αυτός που είναι [[συνηθισμένος]], εθισμένος σε [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον<br />to [[learn]] [[along]] with [[another]], c. dat., Xen.: absol. to [[share]] in the [[knowledge]] of a [[thing]], Soph.; ὁ συμμαθών one that is [[accustomed]] to a [[thing]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον<br />to [[learn]] [[along]] with [[another]], c. dat., Xen.: absol. to [[share]] in the [[knowledge]] of a [[thing]], Soph.; ὁ συμμαθών one that is [[accustomed]] to a [[thing]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
learn along with, share in the knowledge, τινι X.Smp. 2.20; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Id.An.4.5.27; οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος no place knows that I have shared its secret, S.Aj.869 (lyr., s.v.l.; διδάξαι Sch.).
German (Pape)
[Seite 980] (s. μανθάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαθόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεθισθέντι.
French (Bailly abrégé)
1 s'instruire ou apprendre avec;
2 s'habituer à.
Étymologie: σύν, μανθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μανθάνω samen (met...) leren; mede leren, ook leren:; πάνυ ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν als je het eenmaal ook had leren kennen, was het drankje heel lekker Xen. An. 4.5.27; samen (met...) weten:. κοὐδεὶς ἐπισπᾶταί με συμμαθεῖν τόπος (ik ben overal geweest) en niet één plaats brengt me ertoe zijn kennis (over waar Ajax is) te delen Soph. Ai. 869 ( lyr. ).
Russian (Dvoretsky)
συμμανθάνω:
1) совместно или одновременно учиться (τινί Plat.): οὐδεὶς ἐπίσταταί με σ. τόπος Soph. ни одно место не может меня научить, т. е. нигде не могу я узнать (где Эант);
2) привыкать: ἡδὺ συμμαθόντι τὸ πῶμα ἦν Xen. этот напиток был приятен для того, кто привык (к нему).
Greek (Liddell-Scott)
συμμανθάνω: μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, τινὶ Ξεν. Συμπ. 2, 21· ὁ συμμαθών, ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 27· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 869 τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. διὰ τοῦ διδάξαι, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἐφθαρμένη· ὁ Elmsl. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ ὥστε με σ., ὥστε νὰ συμμετάσχω τῆς γνώσεως, νὰ μάθω τὸ μυστικόν, ὁ δὲ Jebb προτείνει ἀντὶ τοῦ συμμαθεῖν τὸ συνναίειν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
Α μανθάνω
1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης
2. συνηθίζω σε κάτι.
Greek Monotonic
συμμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ συνέμᾰθον· μαθαίνω μαζί με κάποιον άλλο, πληροφορούμαι από κοινού, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., έχω μερίδιο στη γνώση κάποιου πράγματος, σε Σοφ.· ὁ συμμαθών, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -μᾰθήσομαι aor2 συνέμᾰθον
to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.