αὐτάγρετος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀγρέω]] ; poét. p. [[αὐθαίρετος]]. | |btext=ος, ον :<br />prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἀγρέω]] ; poét. p. [[αὐθαίρετος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτάγρετος:''' [[предоставленный на выбор]] (τινι Hom., HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του [[επιλογή]], [[αυθαίρετος]], σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''αὐτάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του [[επιλογή]], [[αυθαίρετος]], σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀγρέω]]<br />[[self]]-[[chosen]], [[left]] to one's [[choice]], Od., Hhymn. | |mdlsjtxt=[[ἀγρέω]]<br />[[self]]-[[chosen]], [[left]] to one's [[choice]], Od., Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω) poet. for αὐθαίρετος, A self-chosen, left to one's choice, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι h.Merc.474. 2 taken by one's own hands or exertions, A.R.4.231. II Act., choosing freely, Semon.1.19, Opp.H.5.588.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. escogido por uno mismo εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148, σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι tú puedes elegir el aprender, h.Merc.474, θάνατος Neoptol.8, τιμή Nonn.Par.Eu.Io.19.11.
2 de pers. tomado por la propia mano κούρη A.R.4.231.
II de pers. que escoge voluntariamente οἳ δ' ... καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος Semon.2.19, χεῖρας ἐς ἰχθυβόλων αὐ. ἀντήσασα el delfín, Opp.H.5.588.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.
Étymologie: αὐτός, ἀγρέω ; poét. p. αὐθαίρετος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάγρετος: предоставленный на выбор (τινι Hom., HH).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ποιητ. ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετος, ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασίᾳ, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι, πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ, «τουτέστιν, εἴπερ αὐθαίρετα ἢ μᾶλλον αὐτόθεν ἀγειρόμενα ἢ άγρευόμενα καὶ πάραυτα γινόμενα ἦν τοῖς ἀνθρώποις πάντα τὰ πράγματα, πρῶτον ἂν τὸν τοῦ Ὀδυσσέως εἱλόμεθα νόστον» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 148· σοί δ’ αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ἐξαρτᾶται ἀπὸ σοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 474. 2) ὁ ἰδίαις χερσί τινος ἀγρευθείς, εἰ μὴ κούρην αὐτάγρετον... ἄξουσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 231. ΙΙ. ἐνεργητ. λαμβάνων ἢ ἐκλέγων ἐλευθέρως, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 19, Ὀππ. Ἁλ. 5. 588.
English (Autenrieth)
(αὐτός, ἀγρέω): selftaken, attainable, ‘if men could have every wish,’ Od. 16.148†.
Greek Monolingual
αὐτάγρετος, -ον (Α)
1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος
2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια
3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο)- + αγρετός < αγρώ (-έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»].
Greek Monotonic
αὐτάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του επιλογή, αυθαίρετος, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.