διεξελαύνω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διεξελῶ, <i>ao.</i> διεξήλασα;<br /><b>1</b> s'avancer à cheval <i>ou</i> sur un char;<br /><b>2</b> traverser à cheval <i>ou</i> avec une troupe, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελαύνω]]. | |btext=<i>f.</i> διεξελῶ, <i>ao.</i> διεξήλασα;<br /><b>1</b> s'avancer à cheval <i>ou</i> sur un char;<br /><b>2</b> traverser à cheval <i>ou</i> avec une troupe, acc. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξελαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διεξελαύνω:''' (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ [[προάστειον]] Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ [[ἔθνος]] ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. [[τὰς]] πύλας, στον ίδ. | |lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. [[τὰς]] πύλας, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ελάσω [[attic]] -ελῶ<br />to [[drive]], [[ride]], [[march]] [[through]], absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt. | |mdlsjtxt=fut. -ελάσω [[attic]] -ελῶ<br />to [[drive]], [[ride]], [[march]] [[through]], absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. fut. -ελῶ: intr., drive, ride, march through, abs., Hdt.1.187: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11; τὰς πύλας Id.5.52, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον Id.3.86; δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100; δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.Publ.19: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης Id.Cam.7.
Spanish (DGE)
1 cruzar, atravesar, franquear esp. accidentes o ext. geog., frec. a caballo o en barco τὴν ἄνυδρον Hdt.3.11, πύλας Hdt.5.52, cf. 1.187, κολώνας A.R.3.879, ἵππῳ ... τὸν ποταμόν Plu.Publ.19, cf. 2.250d, τὸ ὁπλιτικὸν ἕρκος Hld.10.28.5.
2 fact. hacer pasar, hacer cruzar c. διά y gen. ἔπεμπον τὸν θρίαμβον διὰ τῶν θεάτρων διεξελαύνοντες I.BI 7.131.
3 recorrer ἐπεθύμησε αὐτός σφεας διεξελάσας θεήσασθαι sintió deseos de recorrerlas (las filas) personalmente para pasar revista Hdt.7.100, c. gen. τῆς Ῥώμης Plu.Cam.7
•abs. διεξελαυνόντων ... κατὰ τὸ προάστιον mientras transitaban por las afueras de la ciudad Hdt.3.86.
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἐλαύνω), ganz hindurch treiben, sc. ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἕκαστον 7, 100; κατά τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.
French (Bailly abrégé)
f. διεξελῶ, ao. διεξήλασα;
1 s'avancer à cheval ou sur un char;
2 traverser à cheval ou avec une troupe, acc. ou gén..
Étymologie: διά, ἐξελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
διεξελαύνω: (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ προάστειον Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим.
Greek (Liddell-Scott)
διεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. ἐλαύνω), διαπερνῶ, διέρχομαι ἐφ’ ἁμάξης, ἔφιππος ἢ πεζός, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ τὸ προάστειον 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· ὡσαύτως μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.
Greek Monolingual
διεξελαύνω (Α) εξελαύνω
διαβαίνω, διέρχομαι έφιππος, πεζός ή πάνω σε άμαξα.
Greek Monotonic
διεξελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ, εξορμώ, επιτίθεμαι, οδηγώ εναντίον, επελαύνω διαμέσου, διέρχομαι πεζός ή έφιππος, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ελάσω attic -ελῶ
to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.