δυσκίνητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à mouvoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> qui ne se laisse pas émouvoir;<br /><b>2</b> lent <i>ou</i> pesant (d'esprit);<br /><b>3</b> ferme, résolu.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κινέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à mouvoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> qui ne se laisse pas émouvoir;<br /><b>2</b> lent <i>ou</i> pesant (d'esprit);<br /><b>3</b> ferme, résolu.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κινέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκίνητος:''' дор. [[δυσκίνατος|δυσκίνᾱτος]] 2 (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[с трудом двигающийся]], [[малоподвижный]], [[медлительный]] (γᾶ Plat.; [[καμπή]] Arst.; πλοῖα Polyb.; [[στρατιά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[неповоротливый]], [[вялый]] ([[διάνοια]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[устойчивый]], [[незыблемый]] ([[μόνιμος]] καὶ δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[непреклонный]], [[неумолимый]] ([[Ἃιδης]] Anth.);<br /><b class="num">5)</b> [[несклонный]] (πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.): δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. не подверженный гневу. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκίνητος:''' -ον (κῑνέω), [[δύσκολος]] στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]], [[αποφασιστικός]], σε Πλούτ.· [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δυσκίνητος:''' -ον (κῑνέω), [[δύσκολος]] στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]], [[αποφασιστικός]], σε Πλούτ.· [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κίνητος, ον [κῑνέω]<br />[[hard]] to [[move]], Plat.:— [[immovable]], [[resolute]], Plut.: [[inexorable]], Anth. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]κίνητος, ον [κῑνέω]<br />[[hard]] to [[move]], Plat.:— [[immovable]], [[resolute]], Plut.: [[inexorable]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to move, Pl.Ti.56a, Ph.2.227 (Comp.), Thphr.Vent.35 (Sup.); πλοῖα Plb.1.22.3. Adv. -τως, ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνέμους Arist.Cael.294b17. II in mental relations, δ. πρὸς τοὺς φόβους Pl.R.503d; δ. ὑπὸ ὀργῆς Arist.VV1250a5; δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν Id.PA686a30; ἕξις -οτέρα διαθέσεως Id.Cat.9a10; τὸ -ον obstinacy, Phld.Lib.p.55 O.; of language, clumsiness, τὸ ἄσχημον καὶ δ. Id.Po.994.35. Adv. -τως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Pl.R.503d. 2 firm, resolute, Plu. Thes.36; inexorable, Ἅιδης AP7.221. 3 impervious to motion, of the soul, Plot.1.4.8.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bewegen, unbeweglich; γᾶ Plat. Locr. 98 c; Tim. 56 a; σκώληκες, langsam sich bewegend, Arist. H. A. 5, 19; πλοῖα Pol. 1, 22; neben μόνιμος, fest, beständig, Plut. Thes. 36 u. öfter; – daher = unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 660 (VII. 221); – vom Geiste, langsam, δυσκινήτως καὶ δυσμαθῶς ἔχειν Plat. Rep. VI, 503 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. difficile à mouvoir;
II. fig. 1 qui ne se laisse pas émouvoir;
2 lent ou pesant (d'esprit);
3 ferme, résolu.
Étymologie: δυσ-, κινέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκίνητος: дор. δυσκίνᾱτος 2 (ῑ)
1) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный (γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.);
2) перен. неповоротливый, вялый (διάνοια Arst.);
3) устойчивый, незыблемый (μόνιμος καὶ δ. Plut.);
4) непреклонный, неумолимый (Ἃιδης Anth.);
5) несклонный (πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.): δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. не подверженный гневу.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκίνητος: [ῑ], -ον, δυσκόλως κινούμενος, Πλάτ. Τιμ. 56Α, κτλ. ΙΙ. βραδύς, δ. πρὸς τοὺς φόβους, ὁ αὐτ. Πολ. 503D· δ. ὑπὸ ὀργῆς Ἀριστ. π. Ἀρετ. 2. 1· δ. ποιεῖν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ., δυσκινήτως καὶ ἀμαθῶς ἔχειν Πλάτ. Πολ. 503D. 2) σταθερός, ἀποφασιστικός, Πλούτ. Θησ. 36· καί, ἀνεξιλέωτος, ᾍδης Ἀνθ. Π. 7. 221.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσκίνητος, -ον)
1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος
2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα
μσν.
(για χρόνο) δύσκολος
αρχ.
1. σταθερός, αμετάβλητος
2. (για ψυχή) ασυγκίνητος
3. αμείλικτος, σκληρός
4. το ουδ. ως ουσ. το δυσκίνητον
α) σταθερότητα
β) (για τη γλώσσα) έλλειψη ευκαμψίας.
Greek Monotonic
δυσκίνητος: -ον (κῑνέω), δύσκολος στο να μετακινηθεί, αργοκίνητος, σε Πλάτ.· αμετακίνητος, σταθερός, αποφασιστικός, σε Πλούτ.· αδυσώπητος, αμείλικτος, σκληρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
δυσ-κίνητος, ον [κῑνέω]
hard to move, Plat.:— immovable, resolute, Plut.: inexorable, Anth.