εὐπάλαμος: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la main habile, industrieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παλάμη]]. | |btext=ος, ον :<br />à la main habile, industrieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παλάμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπάλᾰμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изобретательный]], [[остроумный]] ([[μέριμνα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[отлично сложенный]], [[искусный]] ([[ὕμνος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |lsmtext='''εὐπάλᾰμος:''' -ον ([[παλάμη]]), [[πρόχειρος]], [[εύχρηστος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]], [[επιτήδειος]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-πάλᾰμος, ον [[παλάμη]]<br />[[handy]], [[skilful]], [[ingenious]], [[inventive]], Aesch., Anth. | |mdlsjtxt=εὐ-πάλᾰμος, ον [[παλάμη]]<br />[[handy]], [[skilful]], [[ingenious]], [[inventive]], Aesch., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 3 October 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ον, A handy, skilful, ingenious, of persons, Phoronis Fr.2, Nonn.D.5.216, al.: more freq. in the abstract, inventive, μέριμνα A.Ag.1531 (lyr.); Ἔρως Orph.H.58.4; σοφίη IG14.967. 2 skilfully wrought, ὕμνοι Cratin.70, cf. Nonn.D.17.146, al. b easily manipulated, Ph.Bel.60.47.
German (Pape)
[Seite 1086] mit geschickter Hand, kunstreich, erfinderisch; Ἔρως Orph. H. 57, 4; σοφία Nicomed. ep. (App. 15) (s. das Vorige); – kunstreich gearbeitet, ὕμνοι Ar. Equ. 530; δεσμός Nonn. D. 17, 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la main habile, industrieux.
Étymologie: εὖ, παλάμη.
Russian (Dvoretsky)
εὐπάλᾰμος:
1) изобретательный, остроумный (μέριμνα Aesch.);
2) отлично сложенный, искусный (ὕμνος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάλᾰμος: -ον, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κατασκευάζειν τι τεχνηέντως, εὐμήχανος, ἐπινοητικός, εὐπάλαμον μέριμναν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1531· ἔρως Ὀρφ. Ὕμν. 57. 4· σοφίη Ἀνθ. Π. παράρτ. 55. 2) καλῶς ἐξειργασμένος, ἔντεχνος, ὕμνοι Κρατῖνος ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 530.
Greek Monolingual
εὐπάλαμος, -ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, -ον)
1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ.
β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν.
γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.)
2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», Αριστοφ.)
3. ευχείριστος, ευκολομεταχείριστος
μσν.
αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, δυνατά χέρια, ο χεροδύναμος («εὐπάλαμνος, εὐρύστερνος, ἥρως», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάλαμνος ή -παλαμος (< παλάμη)
για την κατάλ. -μνος βλ. λ. απάλαμνος].
Greek Monotonic
εὐπάλᾰμος: -ον (παλάμη), πρόχειρος, εύχρηστος, επιδέξιος, ικανός, επιτήδειος, πολυμήχανος, δαιμόνιος, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-πάλᾰμος, ον παλάμη
handy, skilful, ingenious, inventive, Aesch., Anth.