μίσθωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prendre à gages <i>ou</i> à loyer, location.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de prendre à gages <i>ou</i> à loyer, location.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μίσθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сдача в аренду]] (οἴκου Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[нанимание]], [[наем]] (τῶν πελταστῶν Lys.);<br /><b class="num">3)</b> [[плата за наем]], [[арендная плата]] (μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μίσθωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ενοικίαση]] [[έναντι]] μισθώματος, [[δίκη]] μισθώσεως ή [[δίκη]] μισθώσεως οἴκου, [[καταγγελία]] [[εναντίον]] ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει [[οικία]] που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη,<br /><b class="num">II.</b> [[ενοικίαση]], σε Δημ.
|lsmtext='''μίσθωσις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ενοικίαση]] [[έναντι]] μισθώματος, [[δίκη]] μισθώσεως ή [[δίκη]] μισθώσεως οἴκου, [[καταγγελία]] [[εναντίον]] ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει [[οικία]] που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη,<br /><b class="num">II.</b> [[ενοικίαση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μίσθωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сдача в аренду]] (οἴκου Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[нанимание]], [[наем]] (τῶν πελταστῶν Lys.);<br /><b class="num">3)</b> [[плата за наем]], [[арендная плата]] (μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθωσις Medium diacritics: μίσθωσις Low diacritics: μίσθωσις Capitals: ΜΙΣΘΩΣΙΣ
Transliteration A: místhōsis Transliteration B: misthōsis Transliteration C: misthosis Beta Code: mi/sqwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A letting for hire, Pl.Sph.219d, D.36.7, 27.59; αἱ μ. τῶν τεμενῶν Arist.Ath.47.4, cf. Pl.Lg.759e. b lease, PCair.Zen.334.5 (iii B.C.), PFay.96 (ii A.D.); μ. ἁπλῆ, δισσὴ γραφεῖσα, POxy.1037.20 (v A.D.), 913.20 (v A.D.). II rent, ὁπόσην ἂν ἄλφῃ μ. τὸ τέμενος IG12.94.15; μ. φέρειν D.36.51; μ. ἀποδιδόναι Lexap. eund.43.58, cf. Arist.Ath.2.2; ὀφείλειν μισθώσεις τεμενῶν D.57.63; σιτικὴ μ. PAmh.2.31.6 (ii B.C.). III payment of wages earned by slaves to their master, D.28.12; of soldiers' pay, Lys.19.43. IV income from an estate, μ. φέρειν, λαμβάνειν, Is.5.35,36. V farming out by contract, PLille 1v.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 191] ἡ, das Vermiethen, Verpachten, Dingen; Plat. Soph. 219 d; πελταστῶν, Lys. 19, 43; μίσθωσιν λαβεῖν, im Ggstz von οὐσίαν ἔχειν, eine Pachtung übernehmen, Is. 5, 36; δίκη μισθώσεως οἴκου, Klage gegen den Vormund, der seines Mündels Haus nicht gut vermiethet hat, Isocr. u. Sp.; Pacht, μίσθωσιν ἀποδοῦναι, Inscr. 93.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de prendre à gages ou à loyer, location.
Étymologie: μισθόω.

Russian (Dvoretsky)

μίσθωσις: εως ἡ
1) сдача в аренду (οἴκου Dem.);
2) нанимание, наем (τῶν πελταστῶν Lys.);
3) плата за наем, арендная плата (μίσθωσιν φέρειν Isae. или ἀποδιδόναι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

μίσθωσις: ἡ, (μισθόω) τὸ νὰ δώσῃ τίς τι ἐπὶ μισθῷ, δίκη μισθώσεως ἢ δ. μισθώσεως οἴκου, ἀγωγὴ καὶ δίκη ἐναντίον ἐπιτρόπου ἀμελήσαντος νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν οἰκίαν ἐπιτροπευομένου ἐπωφελῶς, εἰς τὴν μ. ἐγράφη ὀφείλων Δημ. 946. 11. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἁπλῶς μίσθωσις, Λυσ. 155. 37, Πλάτ. Σοφιστ. 219D, Νόμ. 759Ε. ΙΙΙ. = μίσθωμα Ι. 2, ἐνοίκιον, μ. φέρειν, ἀποδιδόναι Ἰσαῖ. 54. 27, Δημ. 839. 7., 1096. 26· εἰσπράττειν ὁ αὐτ. 1318. 20· μίσθωσιν φέρειν τάλαντον τοῦ ἐνιαυτοῦ Ἰσαῖ. 54. 34, κτλ.

Greek Monotonic

μίσθωσις: ἡ,
I. ενοικίαση έναντι μισθώματος, δίκη μισθώσεως ή δίκη μισθώσεως οἴκου, καταγγελία εναντίον ενός επιτρόπου που αμέλησε να νοικιάσει οικία που ανήκει σ' αυτόν που επιτροπεύει και να του αποφέρει έτσι κέρδη,
II. ενοικίαση, σε Δημ.

Middle Liddell

μίσθωσις, ιος, ἡ, [from μισθόω
I. a letting for hire, δίκη μισθώσεως or δ. μισθώσεως οἴκου an action against a guardian who neglected to let his ward's house.
II. rent, Dem.

English (Woodhouse)

lease, letting out for hire, money paid for use of property

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)