μήνιμα: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cause de colère <i>ou</i> de ressentiment, offense grave;<br /><b>2</b> ressentiment, courroux.<br />'''Étymologie:''' [[μηνίω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cause de colère <i>ou</i> de ressentiment, offense grave;<br /><b>2</b> ressentiment, courroux.<br />'''Étymologie:''' [[μηνίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήνῑμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[причина гнева]] (μὴ [[τοί]] τι [[θεῶν]] μ. γένωμαι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> pl. (тж. μ. [[δαιμόνιον]] Plut.; преимущ. pl.) (божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν [[Ἄρεος]] ἐκ μηνιμάτων Eur.): τὰ [[δημόσια]] τῶν [[πόλεων]] μηνίματα Plut. обрушившийся на города божий гнев. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήνῑμα:''' -ατος, τό ([[μηνίω]]),·<br /><b class="num">1.</b> το [[αίτιο]] της οργής, μή [[τοί]] τι [[θεῶν]] [[μήνιμα]] γένωμαι, ([[φοβάμαι]]) [[μήπως]] είμαι η [[αιτία]] που προκάλεσε την [[οργή]] (των θεών) πάνω [[σου]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενοχή]], [[τύψη]] για το [[αίμα]] που έχει χύσει [[κάποιος]], δηλ. για τη [[διάπραξη]] φόνου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μήνῑμα:''' -ατος, τό ([[μηνίω]]),·<br /><b class="num">1.</b> το [[αίτιο]] της οργής, μή [[τοί]] τι [[θεῶν]] [[μήνιμα]] γένωμαι, ([[φοβάμαι]]) [[μήπως]] είμαι η [[αιτία]] που προκάλεσε την [[οργή]] (των θεών) πάνω [[σου]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενοχή]], [[τύψη]] για το [[αίμα]] που έχει χύσει [[κάποιος]], δηλ. για τη [[διάπραξη]] φόνου, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μήνῑμα, ατος, τό, [[μηνίω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[cause]] of [[wrath]], μή τοί τι [[θεῶν]] [[μήνιμα]] γένωμαι [[lest]] I be the [[cause]] of [[bringing]] [[wrath]] [[upon]] thee, Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[guilt]], [[blood]]-[[guiltiness]], Plat. | |mdlsjtxt=μήνῑμα, ατος, τό, [[μηνίω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[cause]] of [[wrath]], μή τοί τι [[θεῶν]] [[μήνιμα]] γένωμαι [[lest]] I be the [[cause]] of [[bringing]] [[wrath]] [[upon]] thee, Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[guilt]], [[blood]]-[[guiltiness]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:16, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό,
A cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Il.22.358, Od.11.73; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων E.Ph.934, cf. Trag.Adesp.in PLit.Lond.79.
2 guilt, esp. blood-guiltiness, παλαιὰ μηνίματα = guilt that cleaves to a family from the sins of their forefathers, Pl.Phdr.244d, cf. Hierocl.in CA11p.445M.; μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Antipho 4.2.8.
II wrath, Ach. Tat.5.27: in plural, ib.25; μηνίματα τῆς γῆς Philostr.VA6.11, cf.41.
German (Pape)
[Seite 174] τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 cause de colère ou de ressentiment, offense grave;
2 ressentiment, courroux.
Étymologie: μηνίω.
Russian (Dvoretsky)
μήνῑμα: ατος τό
1) причина гнева (μὴ τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Hom.);
2) pl. (тж. μ. δαιμόνιον Plut.; преимущ. pl.) (божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur.): τὰ δημόσια τῶν πόλεων μηνίματα Plut. обрушившийся на города божий гнев.
Greek (Liddell-Scott)
μήνῑμα: τό, (μηνίω) αἰτία ὀργῆς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, «μήπως τῆς ἐκ θεῶν βλάβης αἴτιός σοι καταστῶ» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 358, Ὀδ. Λ. 73· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Φοίν. 934. 2) ἐνοχή, ἰδίως αἵματος, δηλ. φόνου ἐνοχή, Λατ. scelus piaculare, παλαιὰ μηνίματα, ἡ ἐνοχή, ἥτις παραμένει εἴς τινα οἰκογένειαν ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν προγόνων αὐτῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. τῶν ἀλιτηρίων προστρίβεσθαί τινι Ἀντιφῶν 127. 1· πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 941, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 637. ΙΙ. ἔκρηξις ὀργῆς, Jac. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 826.
Greek Monolingual
μήνιμα, τὸ (Α) μηνίω
1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.)
2. ενοχή, ιδίως για φόνο
3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής.
Greek Monotonic
μήνῑμα: -ατος, τό (μηνίω),·
1. το αίτιο της οργής, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, (φοβάμαι) μήπως είμαι η αιτία που προκάλεσε την οργή (των θεών) πάνω σου, σε Όμηρ.
2. ενοχή, τύψη για το αίμα που έχει χύσει κάποιος, δηλ. για τη διάπραξη φόνου, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μήνῑμα, ατος, τό, μηνίω
1. a cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι lest I be the cause of bringing wrath upon thee, Hom.
2. guilt, blood-guiltiness, Plat.