μέτοχος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέτοχος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[сообщник]], [[соучастник]] (τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.).<br />участвующий, (со)причастный (τέχνης Plat.): μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. разделять (чьи-л.) надежды. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ. | |lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29. II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc. 2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc. 3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.). III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).
German (Pape)
[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui participe à, gén..
Étymologie: μετέχω.
Russian (Dvoretsky)
μέτοχος: II ὁ сообщник, соучастник (τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.).
участвующий, (со)причастный (τέχνης Plat.): μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. разделять (чьи-л.) надежды.
Greek (Liddell-Scott)
μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.
English (Strong)
from μετέχω; participant, i.e. (as noun) a sharer; by implication, an associate: fellow, partaker, partner.
English (Thayer)
μέτοχον (μετέχω);
1. sharing in, partaking of, with the genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,8a.): τοῦ Χριστοῦ, of his mind, and of the salvation procured by him, a partner (in a work, office, dignity): Herodotus, Euripides, Plato, Demosthenes, others.)
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μέτοχος, -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) μετέχω
1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος
συνέταιρος σε μια επιχείρηση
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική μετοχή («συνέλευση τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)
μσν.
φρ. «μέτοχος λόγου» — αυτός που είναι μορφωμένος
αρχ.
1. μέλος συμβουλίου δημόσιων λειτουργών
2. ο από κοινού ιδιοκτήτης οικίας
3. φρ. «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι.
Greek Monotonic
μέτοχος: -ον (μετέχω),·
I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που συμμετέχει κάπου, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., συνεργάτης, συνεργός, τοῦφόνου, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.
Middle Liddell
μέτοχος, ον μετέχω
I. sharing in, partaking of, c. gen., Hdt., Eur.
II. as substantive a partner, accomplice in, τοῦ φόνου Eur.; absol., Thuc.
Chinese
原文音譯:mštocoj 姆特哦何士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:同著-有(者) 相當於: (חָבֵר) (מֵרֵעַ)
字義溯源:有分,同伴,共享,分享的,參與的;源自(μετέχω)=分享或有分);由(μετά)*=同)與(ἔχω)*=持)組成。參讀 (ἑταῖρος)同義字
出現次數:總共(6);路(1);來(5)
譯字彙編:
1) 同伴(2) 路5:7; 來1:9;
2) 有分於(2) 來3:1; 來3:14;
3) 共受的(1) 來12:8;
4) 分享者(1) 來6:4
English (Woodhouse)
accessory, accessory to, concerned in, implicated in, implicated, involved in, joint cause of