μυχθίζω: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=souffler par le nez en fermant les lèvres, <i>d'où</i><br /><b>1</b> se plaindre, soupirer;<br /><b>2</b> railler;<br /><b>3</b> grogner, gronder.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | |btext=souffler par le nez en fermant les lèvres, <i>d'où</i><br /><b>1</b> se plaindre, soupirer;<br /><b>2</b> railler;<br /><b>3</b> grogner, gronder.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυχθίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подсмеиваться]], [[фыркать]] (τί γελᾷς καὶ μυχθίζεις; Anth.): χείλεσι μ. Theocr. насмешливо поджимать губы;<br /><b class="num">2)</b> [[недовольно бормотать]], [[ворчать]] (μ. καὶ διαψιθυρίζειν Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυχθίζω:''' ([[μύζω]]), [[χλευάζω]], [[εμπαίζω]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''μυχθίζω:''' ([[μύζω]]), [[χλευάζω]], [[εμπαίζω]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
(μύζω A) A make a noise by closing the mouth and forcing the breath through the nostrils, snort, esp. from passion, A.Fr.461. 2 make mouths, sneer, χείλεσι μυχθίζοισα Theoc.20.13; σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις AP5.178 (Mel.); μ. καὶ διαψιθυρίζω Plb.15.26.8.
German (Pape)
[Seite 224] bei geschlossenen Lippen einen Ton von sich geben, indem man den Athem durch die Nase ausstößt, schnaub en, Ausdruck der Angst, des Unmuths, Zorns, Spottes, Hesych. u. Suid. erkl. μυκτηρίζω, χλευάζω; so σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις, Mel. 52 (V, 179), spotten, höhnen, wie χείλεσι μυχθίζουσα Theocr. 20, 13, du verziehest die Lippen zum Spott (vgl. μυλλαίνω); bei Pol. 15, 26 mit διαψιθυρίζοντες ἐξελήρησαν verbunden.
French (Bailly abrégé)
souffler par le nez en fermant les lèvres, d'où
1 se plaindre, soupirer;
2 railler;
3 grogner, gronder.
Étymologie: μύζω.
Russian (Dvoretsky)
μυχθίζω:
1) подсмеиваться, фыркать (τί γελᾷς καὶ μυχθίζεις; Anth.): χείλεσι μ. Theocr. насмешливо поджимать губы;
2) недовольно бормотать, ворчать (μ. καὶ διαψιθυρίζειν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μυχθίζω: (μύζω) φυσῶ διὰ τῆς ῥινὸς ἔχων κεκλεισμένα τὰ χείλη πρὸς δήλωσιν ἀγωνίας ἢ πάθους, Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 348· πρβλ. ἀναμυχθίζομαι. 2) χλευάζω, μυκτηρίζω, περιγελῶ, χείλεσι μυχθίσδοισα Θεόκρ. 20. 13· σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις Ἀνθ. Π. 5. 179· συνημμένον μετὰ τοῦ διαψιθυρίζω, πρβλ. Πολύβ. 15. 26, 8.
Greek Monolingual
μυχθίζω (Α)
1. ξεφυσώ από τη μύτη με κλεισμένα χείλη, ιδίως από αγωνία ή πάθος
2. χλευάζω, περιγελώ, μυκτηρίζω («μυχθίζοντες καὶ διαψιθυρίζοντες», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μυχθ-ίζω και το επίθ. μυχθ-ώδης οδηγούν στην υπόθεση ενός αρχικού τ. μύχθος, συγγενούς του ρ. μύσσω, -ομαι «βογγώ» (πιθ. μύχθος < μύξαι, απρμφ. αόρ. του μύσσομαι). Ο σχηματισμός του μυχθίζω < μύχθος (< μύξαι) μπορεί να αντιστοιχεί με εκείνον του βροχθίζω < βρόχθος, που μπορεί να συνδέεται με βρόξαι
ροφῆσαι (Ησύχ.)].
Greek Monotonic
μυχθίζω: (μύζω), χλευάζω, εμπαίζω, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: blow the nose, sniff, ridicule (Theoc., Plb., AP), ἀνα-μυχθίζομαι sniff, moan loudly (A. Pr. 743); in H. also προμυχθίζει and ἐπεμύχθισαν, the last as explanation of ἐπέμυξαν.
Derivatives: μυχθισμός m. snorting, mocking (Hp., E., Aq.); μυχθώδης (like one) snorting (Hp.), as if from *μύχθος (cf. below).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive present, cognate with μύσσομαι and μύζω moan, sigh (s. vv.). The starting point may have been the aorist μύξαι, μύξασ-θαι, to which, perhaps through *μύχθος (s. above), the present μυχθίζω was formed, perhaps after βρόξαι (: βρόχθος): βροχθίζω. - I wonder whether μυχθ- is Pre-Greek (not in Fur.).
Middle Liddell
Frisk Etymology German
μυχθίζω: {mukhthízō}
Grammar: v.
Meaning: schneuzen, schnauben, verhöhnen (Theok., Plb., AP), ἀναμυχθίζομαι schnauben, laut aufseufzen (A. Pr. 743); bei H. noch προμυχθίζει und ἐπεμύχθισαν, letzteres als Erklärung von ἐπέμυξαν.
Derivative: Davon μυχθισμός m. das Schnauben, das Verhöhnen (Hp., E., Aq.); μυχθώδης schneuzend, schnaubend (Hp.), wie von *μύχθος (vgl. unten).
Etymology: Expressives Präsens, mit μύσσομαι und μύζω stöhnen, seufzen (s. dd.) nahe verwandt. Ausgangspunkt war wohl der Aorist μύξαι, μύξασθαι, zu dem, evtl. über *μύχθος (s. oben), das Präsens μυχθίζω trat, etwa nach Muster von βρόξαι (: βρόχθος): βροχθίζω.
Page 2,278-279