ναυτιλία: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />transport par mer, navigation.<br />'''Étymologie:''' [[ναυτίλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />transport par mer, navigation.<br />'''Étymologie:''' [[ναυτίλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτῐλία:''' эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мореходное искусство]], [[судоходство]] (ν. καὶ [[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[морское путешествие]], [[мореходство]]: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;<br /><b class="num">3)</b> [[судно]], [[корабль]] ([[πολύσκαλμος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυτῐλία:''' ἡ, Ιων. -ίη,<br /><b class="num">I. 1.</b> ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή [[ικανότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[πολύσκαλμος]] [[ναυτιλία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ναυτῐλία:''' ἡ, Ιων. -ίη,<br /><b class="num">I. 1.</b> ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή [[ικανότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[πολύσκαλμος]] [[ναυτιλία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτῐλία:''' эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[мореходное искусство]], [[судоходство]] (ν. καὶ [[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[морское путешествие]], [[мореходство]]: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;<br /><b class="num">3)</b> [[судно]], [[корабль]] ([[πολύσκαλμος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτῐλία Medium diacritics: ναυτιλία Low diacritics: ναυτιλία Capitals: ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Transliteration A: nautilía Transliteration B: nautilia Transliteration C: naftilia Beta Code: nautili/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A sailing, seamanship, Od.8.253, Hes.Op.618, Pl.R.527d, al. 2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in plural, ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1, cf. 163; ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57. 3 ship, πολύσκαλμος ν. AP7.295.4 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεθ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport par mer, navigation.
Étymologie: ναυτίλος.

Russian (Dvoretsky)

ναυτῐλία: эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ
1) мореходное искусство, судоходство (ν. καὶ κυβερνητική Plat.);
2) морское путешествие, мореходство: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;
3) судно, корабль (πολύσκαλμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτῐλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ναυτίλλεσθαι, τὸ ταξειδεύειν μὲ πλοῖα, θαλασσοπλοΐα, Ὀδ. Θ. 253, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616, Πλάτ. Πολ. 527D, κ. ἀλλ. 2) πλοῦς, ταξείδιον, Πινδ. Ν. 3. 38, Ἡρόδ. 4. 145, Ἱππ. Ἀφ. 1249· καὶ ἐν τῷ πληθ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1, 163· ναυτιλίῃσι χρέεσθαι ὁ αὐτ. 2. 43, πρβλ. Πινδ. Ι. 4 (3). 98. 3) πολύσκαλμος ν., ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 7. 295.

English (Slater)

ναυτῐλία voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)

Greek Monolingual

η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) ναυτίλος
το επάγγελμα και το έργο του ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα
νεοελλ.
1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη του ναυτικού
2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό
αρχ.
1. πλους, ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. πλοίο.

Greek Monotonic

ναυτῐλία: ἡ, Ιων. -ίη,
I. 1. ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή ικανότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
2. θαλασσινό ταξίδι, σε Πίνδ., Ηρόδ.
II. λέγεται για πλοίο, πολύσκαλμος ναυτιλία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ναυτῐλία, ἡ,
I. sailing, seamanship, Od., Hes.
2. a voyage, Pind., Hdt.
II. a ship, Anth.

English (Woodhouse)

seamanship, sea manship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)