ἀσπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤσπαιρον;<br /><b>1</b> palpiter, s'agiter convulsivement;<br /><b>2</b> se débattre vivement.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπαίρω]].
|btext=<i>impf.</i> ἤσπαιρον;<br /><b>1</b> palpiter, s'agiter convulsivement;<br /><b>2</b> se débattre vivement.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπαίρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[корчиться]], [[содрогаться]], [[биться в судорогах]] Hom., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[барахтаться]] ([[παιδίον]] ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[волноваться]], [[противиться]] ([[μοῦνος]] ἤσπαιρε Her.): ἡ [[δύναμις]] ἤσπαιρεν Plut. в войске происходило брожение.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπαίρω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπαίρω]]), [[ασθμαίνω]], [[αγκομαχώ]], τινάζομαι σπασμωδικώς, [[σπαρταρώ]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αλλά]], [[μοῦνος]] ἤσπαιρε, ήταν ο [[μόνος]] που [[ακόμα]] αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀσπαίρω:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπαίρω]]), [[ασθμαίνω]], [[αγκομαχώ]], τινάζομαι σπασμωδικώς, [[σπαρταρώ]], λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[αλλά]], [[μοῦνος]] ἤσπαιρε, ήταν ο [[μόνος]] που [[ακόμα]] αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπαίρω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[корчиться]], [[содрогаться]], [[биться в судорогах]] Hom., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[барахтаться]] ([[παιδίον]] ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[волноваться]], [[противиться]] ([[μοῦνος]] ἤσπαιρε Her.): ἡ [[δύναμις]] ἤσπαιρεν Plut. в войске происходило брожение.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπαίρω Medium diacritics: ἀσπαίρω Low diacritics: ασπαίρω Capitals: ΑΣΠΑΙΡΩ
Transliteration A: aspaírō Transliteration B: aspairō Transliteration C: aspairo Beta Code: a)spai/rw

English (LSJ)

impf. ἤσπαιρον, Ion. and Ep. ἀσπαίρεσκον Q.S.11.104: (ἀ- euph., σπαίρω):—pant, gasp, struggle, in Hom. always of the dying (so κραδίη ἀσπαίρουσα must be taken, Il.13.443), περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς κτλ. ib.571; ζωὸν ἔτ' ἀσπαίροντα 12.203, cf. Od. 19.229, A.Pers.977 (lyr.), E.IA1587; νεκροὶ -οντες Antipho 2.4.5; ἀ. ἄνω κάτω E.El.843; of an infant, Hdt.1.111; of fish taken out of the water, Id.9.120, Babr.6.5:—but in Hdt.8.5 Ἀδείμαντος ἤσπαιρε μοῦνος was the only one who still made a struggle, resisted; ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.—Poet. and Ion. word.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. impf. ἀσπαίρεσκε Q.S.11.104]
1 agitarse convulsivamente en la agonía, de anim. τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας Il.3.293, δράκοντα ... ζωὸν ἔτι ἀσπαίροντα Il.12.203, κύων ἔχε ... ἐλλὸν, ἀσπαίροντα Od.19.229, ταῦρον ... ἢ ... κάπρον ... ἀσπαίροντα Call.Dian.151, ἔλαφος E.IA 1587
esp. de peces οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ ... ἤσπαιρον ὅκως περ ἰχθύες νεοάλωτοι Hdt.9.120, cf. Opp.H.2.96, 4.231, ἰχθῦς ἐκπεπτωκότες ... ἐν τῇ γῇ ἤσπαιρον Philostr.VA 1.23, cf. Babr.6.13
de pers. περὶ δουρὶ ἤσπαιρ' ὡς ὅτε βοῦς ... Il.13.571, ἄνδρας τ' ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι Il.20.521, cf. 13.443, θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα Od.8.526 τλάμονες ἀσπαίρουσι χέρσῳ A.Pers.977, πᾶν δὲ σῶμ' ἄνω κάτω ἤσπαιρε E.El.843, νεκροῖς ἀσπαίρουσι συντυχόντα Antipho 2.4.5, ὃ δ' ἀντίον ἀσπαίρεσκε Q.S.l.c., ἀσπαίρων δὲ κάρηνον ἑῷ τεφρώσατο πυρσῷ Nonn.D.32.207.
2 oponer resistencia, resistirse de niños μιν (παῖδα) ... ἐλούεον ἀσπαίροντα h.Cer.289, παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραγγανόμενον Hdt.1.111, en el combate Ἀδείμαντος γὰρ ... τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος Hdt.8.5, ἐβόων τε καὶ ἤσπαιρον D.H.7.25.
• Etimología: De *sperH1- ‘dar con el pie’, etc. y rel. lit. spìrti, ai. sphuráti, lat. sperno, aaa. spurnan y ἀ- protética. v. tb. σπαίρω.

German (Pape)

[Seite 372] (α euphon.), zucken, zappeln; Hom. von sterbenden Menschen u. Thieren: Iliad. 3, 293. 10, 521. 12, 203. 13, 571. 573 Od. 8, 526. 12, 254. 255. 19, 229. 231 (πόδεσσιν). 22, 473 (πόδεσσι) Iliad. 13, 443 (δόρυ δ'ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος). Vgl. Antiph. II, δ, 5. Auch Tragg.: Aesch. Pers. 939; Eur. I. A. 1587. Widerstreben, Her. 8, 5, oft; vgl. Dion. Hal. 7, 25.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤσπαιρον;
1 palpiter, s'agiter convulsivement;
2 se débattre vivement.
Étymologie: ἀ- prosth., σπαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπαίρω:
1) корчиться, содрогаться, биться в судорогах Hom., Aesch., Eur.;
2) барахтаться (παιδίον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον Her.);
3) волноваться, противиться (μοῦνος ἤσπαιρε Her.): ἡ δύναμις ἤσπαιρεν Plut. в войске происходило брожение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαίρω: παρατ. ἤσπαιρον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀσπαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 11. 104: (α εὐφων., σπαίρω): ― ἀσθμαίνω μετ’ ἀγωνίας, κινοῦμαι, τινάσσομαι σπασμωδικῶς, «σπαρταρῶ», παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν ἀποθνησκόντων (διότι οὕτω πρέπει νὰ ἐκληφθῇ, τὸ κραδίῃ ἀσπαίρουσα Ἰλ. Ν. 443)· περὶ δουρὶ ἤσπαιρ’, ὡς ὅτε βοῦς, κτλ. Ἰλ. Ν. 571· ζωόν, ἔτ’ ἀσπαίροντα Μ. 203, πρβλ. Ὀδ. Τ. 228· οὕτως Αἰσχύλ. Πέρσ. 976, Εὐρ. Ι. Α. 1587, Ἀντιφῶν 119. 39· ἀσπ. ἄνω κάτω Εὐρ. Ἠλ. 843· ἐπὶ νηπίου, Ἡρόδ. 1. 111· ἐπὶ ἰχθύος ἐξαχθέντος ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. 9. 120, Βαβρ. 6. 5: ― ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 8. 5, Ἀδείμαντος μοῦνος ἤσπαιρε, ὁ μόνος ὅστις εἰσέτι ἀνθίστατο, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 25. ― Λέξ. ποιητ. καὶ Ἰων. ἅπαξ μόνον ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ἴδε ἀνωτ.

English (Autenrieth)

move convulsively, quiver; mostly of dying persons and animals; πόδεσσι, χ, Od. 19.231.

Greek Monolingual

ἀσπαίρω (Α)
1. σπαρταρώ
2. αντιστέκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ»
Το αρχικό α- του ρ. είναι υστερογενές στοιχείο και ως εκ τούτου είναι προτιμότερο να θεωρηθεί προθεματικό παρά ότι έχει προέλθει από την πρόθεση ανά με αποκοπή. Πρόκειται για επικό και ιωνικό ρ., το οποίο ξεψυχάει, ενώ στον Ηρόδοτο με ευρύτερη χρήση για ένα παιδί που παλεύει ή για κάποιον που αντιστέκεται σε μια διαταγή ή συμβουλή].

Greek Monotonic

ἀσπαίρω: (α ευφωνικό, σπαίρω), ασθμαίνω, αγκομαχώ, τινάζομαι σπασμωδικώς, σπαρταρώ, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αλλά, μοῦνος ἤσπαιρε, ήταν ο μόνος που ακόμα αντιστεκόταν, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sprawl, flounder, lie in convulsions (Il.).
Other forms: only pres. Also σπαίρω (Arist.)
Derivatives: ἀσπαρίζω (Arist.) cf. ἀσκαρίζω: σκαίρω.
Origin: IE [Indo-European] [992] *h₂sperH- kick with the foot
Etymology: The conviction that ἀ- in ἀσπαίρω is secondary has no basis. Not with Kretschmer KZ 33, 566, Glotta 12, 189f. from ἀν- = ἀνα-. The form without ἀ- will be secondary (after ἀσκαρίζω: σκαίρω?). One compares Lith. spiriù kick with the foot, but there is much more: Skt. sphuráti id., Lat. sperno, ON sperna. Cf. also Pok. 995 *sp(h)erd(h)- and 996 *(s)p(h)ereg-.

Middle Liddell

σπαίρω, >to pant, gasp, struggle convulsively, of the dying, Hom., Hdt.; but, μοῦνος ἤσπαιρε he was the only one who still made a struggle, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀσπαίρω: {aspaírō}
Forms: nur Präsens (ion. poet. seit Il.).
Grammar: v.
Meaning: zucken, zappeln,
Derivative: Keine nominalen Ableitungen.
Etymology: Erweiterte Form (wie von einem Verbalstamm *ἀσπαρ-) ἀσπαρίζω (Arist.), vgl. ἀσκαρίζω: σκαίρω. — Das damit gleichbedeutende, aber erheblich später und sparsamer belegte σπαίρω (Arist., A. R. usw.) will Güntert Reimwortbildungen 146 durch Kontamination mit σκαίρω erklären; es kann aber auch direkt mit lit. spiriù mit dem Fuße stoßen gleichgesetzt werden. Jedenfalls ist ἀ- in ἀσπαίρω ein sekundäres Element und als solches eher als rein lautliche Vokalprothese (Literatur bei Schwyzer 412) als mit Kretschmer KZ 33, 566, Glotta 12, 189f. aus präfigiertem ἀν- = ἀνα- zu erklären.
Page 1,166-167