ἐκχύνω: Difference between revisions
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] Sp., = [[ἐκχέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] Sp., = [[ἐκχέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[ἐκχέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκχύνω:''' NT = [[ἐκχέω]] I. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκχύνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἐκχέω]], Λουκ. Ψευδολογ. 29. | |lstext='''ἐκχύνω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἐκχέω]], Λουκ. Ψευδολογ. 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εκχέω]] (AM [[ἐκχέω]])<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[προς]] τα έξω, [[χύνω]]<br />(«τὸ μητρὸς [[αἷμα]] ὅμαιμον ἐκχέας»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>εκχύνομαι</i><br />α) (για ποταμούς) [[εκβάλλω]], ξεχύνομαι<br />β) [[εκρέω]], [[αναβλύζω]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[δίνω]] διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, [[ξεσπώ]], ξεχύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[εκτείνω]], [[στέλνω]] [[κάτι]] άφθονα<br /><b>2.</b> [[διασπείρω]]<br /><b>3.</b> εκκενώνομαι, διοχετεύομαι<br /><b>4.</b> (για [[σκεύος]]) [[χύνω]] [[μακριά]], [[αδειάζω]]<br /><b>5.</b> (για λέξεις) [[ξεστομίζω]], [[προφέρω]], [[λέγω]]<br /><b>6.</b> [[σπαταλώ]], [[καταναλώνω]]<br /><b>7.</b> [[καταστρέφω]], [[ματαιώνω]]<br /><b>8.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά<br /><b>10.</b> [[ρίπτω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>11.</b> απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι<br /><b>12.</b> (για όρκους) [[παραβαίνω]]<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> παραδίδομαι σε ένα [[πάθος]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>14.</b> (για ύπνο) [[απομακρύνω]], αποτινάσσω («[[ἐκχέω]] [[ὕπνον]]»). | |mltxt=και [[εκχέω]] (AM [[ἐκχέω]])<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[προς]] τα έξω, [[χύνω]]<br />(«τὸ μητρὸς [[αἷμα]] ὅμαιμον ἐκχέας»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>εκχύνομαι</i><br />α) (για ποταμούς) [[εκβάλλω]], ξεχύνομαι<br />β) [[εκρέω]], [[αναβλύζω]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[δίνω]] διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, [[ξεσπώ]], ξεχύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[εκτείνω]], [[στέλνω]] [[κάτι]] άφθονα<br /><b>2.</b> [[διασπείρω]]<br /><b>3.</b> εκκενώνομαι, διοχετεύομαι<br /><b>4.</b> (για [[σκεύος]]) [[χύνω]] [[μακριά]], [[αδειάζω]]<br /><b>5.</b> (για λέξεις) [[ξεστομίζω]], [[προφέρω]], [[λέγω]]<br /><b>6.</b> [[σπαταλώ]], [[καταναλώνω]]<br /><b>7.</b> [[καταστρέφω]], [[ματαιώνω]]<br /><b>8.</b> [[εξαπλώνω]], [[απλώνω]], [[εκτείνω]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά<br /><b>10.</b> [[ρίπτω]], [[καταρρίπτω]]<br /><b>11.</b> απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι<br /><b>12.</b> (για όρκους) [[παραβαίνω]]<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> παραδίδομαι σε ένα [[πάθος]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>14.</b> (για ύπνο) [[απομακρύνω]], αποτινάσσω («[[ἐκχέω]] [[ὕπνον]]»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:05, 3 October 2022
English (LSJ)
v. ἐκχέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -ύννω Eu.Matt.23.35, 26.28, Act.Ap.22.20
verter, derramar en v. pas. τὸ ... ὕδωρ μὴ ἔξω ἐκχύνηται al operar un autómata, Hero Spir.2.34 (p.310), πᾶν αἷμα ... ἐκχυννόμενον ἐπὶ τῆς γῆς Eu.Matt.l.c., cf. 26.28, Act.Ap.l.c., ῥήγνυται ὁ ἀσκὸς καὶ ἐκχύνεται ὁ οἶνος A.Phil.2.3, τὸ ὕδωρ τὸ ἐκχυννόμενον ἀεὶ τρέχει καὶ οὐχ ἵσταται Didym.in Ps.33.13, considerada palabra anticuada ἐῶ τὰ ἀρχαῖα ... τὸ πέταμαι καὶ <τὸ> ἐκχύνειν omito las palabras antiguas ... lo de «πέταμαι» y «ἐκχύνειν» Luc.Pseudol.29.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχύνω: NT = ἐκχέω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχύνω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἐκχέω, Λουκ. Ψευδολογ. 29.
Greek Monolingual
και εκχέω (AM ἐκχέω)
1. χύνω προς τα έξω, χύνω
(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)
2. μέσ. εκχύνομαι
α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι
β) εκρέω, αναβλύζω
γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι
αρχ.
1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα
2. διασπείρω
3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι
4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω
5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω
6. σπαταλώ, καταναλώνω
7. καταστρέφω, ματαιώνω
8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω
9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά
10. ρίπτω, καταρρίπτω
11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι
12. (για όρκους) παραβαίνω
13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση
14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).