ἐντρέφω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνθρέψω;<br />nourrir dans ; <i>Pass.</i> être nourri <i>ou</i> élevé dans (les gymnases, dans certaines habitudes) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τρέφω]].
|btext=<i>f.</i> ἐνθρέψω;<br />nourrir dans ; <i>Pass.</i> être nourri <i>ou</i> élevé dans (les gymnases, dans certaines habitudes) τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντρέφω:''' (aor. pass. ἐνετράφην) (где-л. или в чем-л.) воспитывать, вскармливать, взращивать (τέκνα Eur.: med. φυτά Hes. и τὸν ἔρωτα ταῖς παλαίστραις Plut.; ἐν ἔθεσι Plat. и τοῖς Λακονικοῖς ἔθεσιν ἐντραφῆναι Plut.): ἐντραφεὶς ἐν τοῖς μαθήμασιν Arst. овладев науками.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] στο [[σπίτι]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ησίοδ. — Παθ., [[μεγαλώνω]] σε έναν [[τόπο]], με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐντρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] στο [[σπίτι]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ησίοδ. — Παθ., [[μεγαλώνω]] σε έναν [[τόπο]], με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντρέφω:''' (aor. pass. ἐνετράφην) (где-л. или в чем-л.) воспитывать, вскармливать, взращивать (τέκνα Eur.: med. φυτά Hes. и τὸν ἔρωτα ταῖς παλαίστραις Plut.; ἐν ἔθεσι Plat. и τοῖς Λακονικοῖς ἔθεσιν ἐντραφῆναι Plut.): ἐντραφεὶς ἐν τοῖς μαθήμασιν Arst. овладев науками.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρέφω Medium diacritics: ἐντρέφω Low diacritics: εντρέφω Capitals: ΕΝΤΡΕΦΩ
Transliteration A: entréphō Transliteration B: entrephō Transliteration C: entrefo Beta Code: e)ntre/fw

English (LSJ)

poet. ἐνιτ-, = τρέφω ἐν, bring up or train in, τέκνα E.Ion 1428; ἐνιθρέψασ' ὀροδάμνοις βότρυας AP9.231 (Antip.):—Med., φυτὰ ἐνθρέψασθαι Hes.Op.781, cf. Hp.Aër.12 (Pass.):—Pass., to be raised or bred in, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην E.Ph.368, cf. Call.Iamb.1.184; νόμοις Pl.Lg.798a; ποιήμασι, ἤθει, Plu.2.32e, 38b; διαλογισμοῖς Arr. Epict.4.4.48; τοῖς λόγοις τῆς πίστεως 1 Ep.Ti.4.6.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἐνιτ-
I tr.
1 alimentar, criar τέκν' ἐντρέφειν criar a los niños E.Io 1428, (ἄμπελος) ἐμοῖς ... ἐνιθρέψασ' ὀροδάμνοις βότρυας AP 9.231 (Antip.Thess.), en v. pas. fig. ὥσπερ φύλακας ἐντραφέντας ὑπὸ φιλοσοφίας τῷ ἤθει como guardianes alimentados por la filosofía en su manera de ser Plu.2.38b
en v. med. mismo sent. δράκοντα, ὅν ... Παιήων ... ἐνεθρέψατο φηγῷ Πηλίῳ ἐν νιφόεντι dragón, al que Peón crió en un roble sobre el Pelión nevado Nic.Th.439.
2 educar, formar en v. pas. γυμνάσιά θ' οἷσιν ἐνετράφην E.Ph.368, οἷς γὰρ ἂν ἐντραφῶσιν νόμοις en las leyes en las que hayan sido educados Pl.Lg.798a.
II intr., en v. med.-pas.
1 criarse φυτὰ δ' ἐνθρέψασθαι ἀρίστη es el mejor (día) para que se críen las plantas Hes.Op.781, τά τε ἐντρεφόμενα κτήνεα Hp.Aër.12, c. dat. de lugar οὑντραφεὶς δ' ὑμῖν criándose entre vosotros Call.Fr.193.11, μῆλον, ὅ τ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις ... ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι Euph.11, κούρη τις μεγάροισιν ἐνιτρέφετ' Αἰήταο A.R.3.528, fig. ὅταν γὰρ ἐκ παίδων ὁ σπουδαῖος ἔρως ἐντραφεὶς ἐπὶ τὴν ... ἡλικίαν ἀνδρωθῇ cuando el amor serio alimentándose desde la niñez madura en la edad Luc.Am.48
desarrollarse ὅταν ἐν τῇ κεφαλῇ φλέγμα ... ἐντραφῇ cuando se desarrolle la flema en la cabeza Hp.Morb.2.2, διπλῷ δ' ἐν βουβῶνι καὶ ἰγνύσιν ... μόχθος ἐνιτρέφεται Nic.Th.279, fig. ἂν μὲν γὰρ πολὺν ἐντραφῇ τῷ σώματι χρόνον pues si vive durante mucho tiempo en el cuerpo ref. al alma, Plu.2.611e.
2 c. dat. loc. educarse en ἂν ὀρθῶς ἐντρέφωνται τοῖς ποιήμασιν Plu.2.32e, διαλογισμοῖς Arr.Epict.4.4.48, ὁ δὲ τοῖς λόγοις ἐντραφεὶς τοῖς Πλάτωνος Plu.Dio 1, cf. Gal.10.93, D.C.66.12.1, 56.44.4, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως 1Ep.Ti.4.6, τῇ φωνῇ ἐνετράφη τῇ Ἑλλάδι Ael.NA 11.25, tb. c. ἐν y dat. ἐντραφέντες ἐν αὐτοῖς (μαθήμασι) los pitagóricos, Arist.Metaph.985b25, ἐν τοῖς τοῦ πατρὸς ἤθεσιν ἐνετέθραπτο D.C.47.7.2.
3 en perf. act. existir en, estar en καὶ γὰρ ταῖς (ἀκάνθαις) ... ἐνιτέτροφεν ἰός pues en las vértebras hay un veneno Nic.Th.111, σαῦροί τε ... καὶ ὅσσ' ἐνιτέτροφε πηλοῖς Opp.H.1.106.

German (Pape)

[Seite 858] (s. τρέφω), darin, dabei aufziehen, erziehen; τέκνα Eur. Ion 1428; γυμνασίοις, in den Gymnasien, Phoen. 371; οἷς γὰρ ἂν ἐντραφῶσι νόμοις Plat. Legg. VII, 798 a, in oder bei den Gesetzen auferzogen werden; vgl. Tim. 19 d; ἐν ἔθεσι Tim. Locr. 103 b; Sp.; bei Hom. wird Il. 19, 326 jetzt getrennt geschrieben Σκύρῳ μοι ἐνὶ τρέφεται υἱός; aber Ap. Rh. 3, 528 steht ἐνιτρέφεται. – Das med., φυτὰ δ' ἐνθρέψασθαι ἀρίστη Hes. O. 779, wie Plut. Pelop. 14 τὸν ἔρωτα ταῖς παλαί. στραις ἐνεθρέψαντο.

French (Bailly abrégé)

f. ἐνθρέψω;
nourrir dans ; Pass. être nourri ou élevé dans (les gymnases, dans certaines habitudes) τινι.
Étymologie: ἐν, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντρέφω: (aor. pass. ἐνετράφην) (где-л. или в чем-л.) воспитывать, вскармливать, взращивать (τέκνα Eur.: med. φυτά Hes. и τὸν ἔρωτα ταῖς παλαίστραις Plut.; ἐν ἔθεσι Plat. и τοῖς Λακονικοῖς ἔθεσιν ἐντραφῆναι Plut.): ἐντραφεὶς ἐν τοῖς μαθήμασιν Arst. овладев науками.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρέφω: μέλλ. ἐνθρέψω, = τρέφω ἐν..., ἀνατρέφω, δώρημ’ Ἀθάνας, ἣ τέκν’ ἐντρέφειν λέγει; Εὐρ. Ἴων 1428· ἐνιθρέψασ’ ὀροδάμνοις βότρυας Ἀνθ. Π. 9. 231· - ὡσαύτως ἐν μέσῳ τύπῳ, φυτὰ ἐνθρέψασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλούτ. 2. 38Β. - Παθ., ἀνατρέφομαι ἔν τινι, γυμνάσια οἷσιν ἐνετράφην Εὐρ. Φοίν. 368· νόμοις Πλάτ. Νόμ. 798Α· μουσικῇ, ὅπλοις, κτλ., Πλούτ., ἴδε Wytt. 2. 32Ε· - ὡσαύτως ἐπὶ ἕξεων, συνηθειῶν, κτλ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐντραφήσεσθαι (διάφ. γραφ. ἐγγενήσεσθαι καὶ ἐγγραφήσεσθαι) ἀνθρώποις, νὰ καταστῶσι φυσικαὶ εἰς αὐτούς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52· ἐν Ἰλ. Τ. 326 ὁ Wolf. ἀναγινώσκει διῃρημένως, ἔνι τρέφεται, καὶ ἡ γραφὴ αὕτη ἐπικρατεῖ νῦν ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι.

English (Strong)

from ἐν and τρέφω; (figuratively) to educate: nourish up in.

English (Thayer)

(present passive participle ἐντρεφόμενος); to nourish in: τινα τίνι, a person in a thing; metaphorically, to educate, form the mind: τοῖς λόγοις τῆς πίστεως, τοῖς νόμοις, Plato, legg. 7, p. 798a.; Philo, vict. offer. § 10 under the end; τοῖς ἱεροῖς γραμμασι, Phil. leg. ad Gai. § 29 under the end

Greek Monolingual

ἐντρέφω (AM)
ανατρέφω, εκπαιδεύω («οἶς γὰρ ἄν ἐντραφῶσι νόμοις», Πλάτ.
«φυτὰ δ' ἐνθρέψασθαι ἀρίστη», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

ἐντρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω στο σπίτι, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ησίοδ. — Παθ., μεγαλώνω σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to bring up in the house, Eur.:— so in Mid., Hes.:—Pass. to be reared in a place, c. dat., Eur.

Chinese

原文音譯:™ntršfw 恩-特雷賀
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-滋養
字義溯源:教育,養育,教養,培養,訓練;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τρέφω)*=使強而有力,餵養)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 得了培養(1) 提前4:6