ἱπποκέλευθος: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui combat (<i>propr.</i> qui s'avance) sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κέλευθος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui combat (<i>propr.</i> qui s'avance) sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κέλευθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱπποκέλευθος:''' [[пролагающий]] (себе) путь на конях, т. е. правящий конями ([[Πάτροκλος]] Hom.; [[γένος]] Οὔννων Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱπποκέλευθος:''' -ον, αυτός που ταξιδεύει με [[άλογο]], [[οδηγός]] αλόγων, [[ιππηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἱπποκέλευθος:''' -ον, αυτός που ταξιδεύει με [[άλογο]], [[οδηγός]] αλόγων, [[ιππηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, travelling by means of horses: driver of horses, epithet of Patroclus, Il.16.126,584,839; rider, AP9.210.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, den Weg zu Wagen od. zu Pferde machend, Wagenlenker, Kämpfer vom Wagen herab, Reisiger, so heißt Patroklus, Il. 16, 126. 584; auch die Hunnen, Ep. ad. 590 (IX, 210).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat (propr. qui s'avance) sur un char.
Étymologie: ἵππος, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκέλευθος: пролагающий (себе) путь на конях, т. е. правящий конями (Πάτροκλος Hom.; γένος Οὔννων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκέλευθος: -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ ἱππότης, ἱππηλάτης, Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ ἱππεύς, Ἀνθ. Π. 9. 210.
English (Autenrieth)
making way with the chariot, swift-driving, epithet of Patroclus. (Il.)
Greek Monolingual
ἱπποκέλευθος, -ον (Α)
1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους
2. ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].
Greek Monotonic
ἱπποκέλευθος: -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἱππο-κέλευθος, ον
travelling by means of horses, a driver of horses, Il.
Translations
Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி