παρασιτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ός, όν :<br />qui concerne les parasites <i>ou</i> le métier de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παράσιτος]].
|btext=ός, όν :<br />qui concerne les parasites <i>ou</i> le métier de parasite.<br />'''Étymologie:''' [[παράσιτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρασῑτῐκός''': , -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - παρασιτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|elnltext=παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. παρασιτική ( sc. τέχνη ) vak van parasiet.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''παρασῑτῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε <i>παράσιτον</i>· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[ιδιότητα]] του <i>παρασίτου</i>, [[κολακεία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρασῑτῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε <i>παράσιτον</i>· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[ιδιότητα]] του <i>παρασίτου</i>, [[κολακεία]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. παρασιτική ( sc. τέχνη ) vak van parasiet.
|lstext='''παρασῑτῐκός''': , -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - παρασιτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρασῑτῐκός, ή, όν<br />of a [[παράσιτος]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the [[trade]] of a [[παράσιτος]], [[toad]]-[[eating]], Luc. [from παράσῑτος]
|mdlsjtxt=παρασῑτῐκός, ή, όν<br />of a [[παράσιτος]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the [[trade]] of a [[παράσιτος]], [[toad]]-[[eating]], Luc. [from παράσῑτος]
}}
}}

Revision as of 18:01, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτῐκός Medium diacritics: παρασιτικός Low diacritics: παρασιτικός Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parasitikós Transliteration B: parasitikos Transliteration C: parasitikos Beta Code: parasitiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a παράσιτος: ἡ παρασιτική (τέχνη) the trade of a παράσιτος, toad-eating, ib.4; in full, Ath.6.240b.

German (Pape)

[Seite 498] ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst, Ath. VI, 240 c; Luc. Paras. oft.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui concerne les parasites ou le métier de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. ἡ παρασιτική ( sc. τέχνη ) vak van parasiet.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρασιτικός, -ή, -όν, ΝΑ παράσιτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος»)
2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα
3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια»
ιατρ. νόσος που προκαλείται από παράσιτο, παρασίτωση
4. γραμμ. «παρασιτικό φώνημα» — ο συνοδίτης ή βοηθητικός φθόγγος που επεντίθεται για διευκόλυνση της προφοράς, όπως λ.χ. καπνός > καπ(ι)νός
5. βιολ. «παρασιτικός ευνουχισμός» — διακοπή της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, ατροφία τών γονάδων του ή ακόμη και τροποποίηση τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην εμφάνιση μεσοφυλίας, ως άλλη μορφή επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ παρασιτική
(ενν. τέχνη) η συνήθεια του παρασίτου, το να σιτίζεται κανείς από το τραπέζι άλλου, παρασιτισμός.
επίρρ...
παρασιτικώς και -ά
κατά τρόπο που αρμόζει σε παράσιτο, εις βάρος άλλου («ζει παρασιτικά»).

Greek Monotonic

παρασῑτῐκός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - ἡ παρασιτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), τὸ ἐπάγγελμα τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Middle Liddell

παρασῑτῐκός, ή, όν
of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc. [from παράσῑτος]