κάθοδος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάθοδος:''' ион. [[κάτοδος]] (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κάθοδος:''' ион. [[κάτοδος]] (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сошествие]], [[спуск]] (в подземное царство) (ἡ τῆς Κόρης κ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[место спуска]], [[вход]] (в подземное царство) ([[ἀπιέναι]] εὐθὺ τῆς καθόδου Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[опускание]], [[движение вниз]]: τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ Arst. при (в) проглатывании пищи;<br /><b class="num">4</b> [[возвращение]] (преимущ. из изгнания) (ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν [[δοῦναι]] Eur. или χρήματα εἰς τὴν κάθοδον [[δοῦναι]] Arst.; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:25, 25 November 2022
English (LSJ)
Ion. κάτοδος, ἡ, A descent, especially of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession, ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26: generally, going down, τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA690b30, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29. 2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4. 3 journey down the Nile, POxy. 1119.27 (iii A.D.), etc. II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; especially of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.; κ. καὶ ἄδεια Id.8.81. III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in plural, LXX Ec.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.; ἄχρι δύο καθόδων twice over, Alex.Trall.1.17.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, der Weg hinab, Luc. D. mort. 27, 1, das Hinuntergehen, z. B. in die Unterwelt, Plut. Is. et Os. 69; τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονή, d. i. beim Hinunterschlucken, Arist. part. an. 4, 11. – Gew. die Rückkehr, καθόδου δί. δωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν Eur. Herc. Fur. 19; bes. der Verbannten in ihr Vaterland, Her. 1, 60 u. öfter, in der ion. Form κάτοδος; Thuc. ψηφισαμένων αὐτῶν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν 8, 81; Plat. Legg. IX, 867 d; Xen. Hell. 1, 1, 22 u. öfter; Lys. 18, 10; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν Pol. 2, 41, 4; Plut. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. descente :
1 chemin pour descendre;
2 action de descendre;
II. retour ; particul. retour d'un exilé.
Étymologie: κατά, ὁδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθ-οδος -ου, ἡ, Ion. κάτοδος weg omlaag, neergang (ingang van de onderwereld):; τί οὐκ ἄπιμεν εὐθὺ τῆς καθόδου; waarom gaan we niet recht op de ingang (van de onderwereld) af? Luc. 77.22.1; afdaling (naar de onderwereld):. τίς ἡ ἐπίνοια σοι τῆς καθόδου wat de bedoeling is van jouw bezoek aan de onderwereld Luc. 38.2. terugkeer ( m. n. van ballingen):. ἐπὶ τῇ κατόδῳ voor zijn terugkeer Hdt. 1.60.3; κάθοδος καὶ ἄδεια terugkeer naar het vaderland en gratie Thuc. 8.81.1.
Russian (Dvoretsky)
κάθοδος: ион. κάτοδος (ᾰ) ἡ
1 сошествие, спуск (в подземное царство) (ἡ τῆς Κόρης κ. Plut.);
2 место спуска, вход (в подземное царство) (ἀπιέναι εὐθὺ τῆς καθόδου Luc.);
3 опускание, движение вниз: τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ καθόδῳ Arst. при (в) проглатывании пищи;
4 возвращение (преимущ. из изгнания) (ψηφίζειν Ἀλκιβιάδῃ κάθοδον καὶ ἄδειαν Thuc.; καθόδου μισθὸν δοῦναι Eur. или χρήματα εἰς τὴν κάθοδον δοῦναι Arst.; ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν κ. Polyb.).
Greek Monolingual
η (AM κάθοδος, Α ιων. τ. κάτοδος)
1. κατάβαση από υψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο, κατέβασμα («η κάθοδος στον υπόγειο είναι επικίνδυνη»)
2. ο δρόμος που φέρει προς τα κάτω, κατωφέρεια, κατηφοριά («η κάθοδος μερικές φορές είναι πιο κουραστική από την άνοδο»)
3. η μετάβαση από μεσόγεια μέρη προς τα παράλια (α. «η κάθοδος τών Δωριέων» β. «ἡ κάθοδος ἡ ἐπὶ τὴν θάλασσαν», Αρρ.
γ. «ἡ κάθοδος τῶν μυρίων»)
νεοελλ.
1. η σκάλα που οδηγεί προς τα κάτω
2. φυσ.-χημ. α) το ηλεκτρόδιο στο οποίο πραγματοποιείται η έξοδος του ηλεκτρικού ρεύματος προς τον ηλεκτρολύτη ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου
β) το ηλεκτρόδιο που αποτελεί την πρωτεύουσα πηγή ηλεκτρονίων στους ηλεκτρονικούς σωλήνες κενού
3. στον πληθ. οι κάθοδοι
ναυτ. τα τετράγωνα ανοίγματα του καταστρώματος πλοίου με τα οποία γίνεται η επικοινωνία με το κύτος και ο αερισμός του
αρχ.
1. γεν. επιστροφή, επάνοδος και ειδ. τών αιχμαλώτων («καθόδου δίδωσι μισθὸν Εὐρυσθεῖ μέγαν», Ευρ.)
2. επανάληψη («χιλίων ἐτῶν κάθοδος», ΠΔ)
3. οδός που οδηγεί προς τον Άδη
4. (για φαγητά) κατάποση («τῶν ἐδεσμάτων ἐν τῆ καθόδῳ ἡ ἡδονή», Αριστοτ.)
5. αστρον. η κλίση τών πλανητών
6. η προς τα κάτω πορεία του ποταμού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁδός. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cathode].
Greek Monotonic
κάθοδος: Ιων. κάτ-οδος, ἡ,
I. κάθοδος, κατέβασμα, κατάβαση, σε Λουκ.· δρόμος που οδηγεί προς τα κάτω, στον ίδ.
II. επάνοδος, επιστροφή, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για εξορία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κάθοδος: Ἰων. κάτοδος, ἡ, κατάβασις, Πλούτ. 2. 378E, Λουκ. Νεκυομ. 2· ὁδὸς πρὸς τὰ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 1· - ἐπὶ πραγμάτων ἐσθιομένων, ἐν τῇ καθόδῳ ἡ ἡδονὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 4. 2) ἡ κάθ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, ὡς τὸ κατάβασις, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 4. ΙΙ. ἐπάνοδος, ἐπιστροφή, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 19, Θουκ. 3. 114· ἰδίως ἐπάνοδος ἐξορίστου εἰς τὴν πατρίδα του, Ἡρόδ. 1. 60, 61, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 85., 5. 16, κτλ.· κάθ. καὶ ἄδεια ὁ αὐτ. 8. 81. ΙΙΙ. = περίοδος, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ϛ΄, 6), Φώτ.
Middle Liddell
I. a going down, descent, Luc.: a way down, Luc.
II. a coming back, return, Eur., Thuc.; of an exile, Hdt., Thuc.