καταδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταδαρθάνω:''' (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 [[κατέδαρθον]] - эп. [[κατέδραθον|κατέδρᾰθον]], pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. [[καταδράθω]]; aor. 2 pass. [[κατεδάρθην]]; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. [[καταδραθῶ]]; part. aor. καταδαρθείς)<br /><b class="num">1)</b> [[засыпать]], [[погружаться в сон]] (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;<br /><b class="num">2)</b> [[проводить ночь]] (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.).
|elrutext='''καταδαρθάνω:''' (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 [[κατέδαρθον]] - эп. [[κατέδραθον|κατέδρᾰθον]], pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. [[καταδράθω]]; aor. 2 pass. [[κατεδάρθην]]; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. [[καταδραθῶ]]; part. aor. καταδαρθείς)<br /><b class="num">1</b> [[засыпать]], [[погружаться в сон]] (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;<br /><b class="num">2</b> [[проводить ночь]] (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδαρθάνω Medium diacritics: καταδαρθάνω Low diacritics: καταδαρθάνω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: katadarthánō Transliteration B: katadarthanō Transliteration C: katadarthano Beta Code: katadarqa/nw

English (LSJ)

aor. κατέδαρθον (Att. inf. -δάρθειν acc. to Sch.Ar. Nu.38), Ep. κατέδρᾰθον, subj. A καταδράθω Od.5.471; part. -δαρθόντα Ar.Pl.300 (-δαρθέντα codd.): aor. 1 Pass. κατεδάρθην is found in later writers, as Philostr.VA2.36, and 3pl. κατέδαρθεν A.R.2.1227: pf. καταδεδάρθηκα Pl.Smp.219c:—fall asleep, mostly in aor., to be asleep, ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od.7.285, cf. 23.18; τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον 8.296; καδδραθέτην, for κατεδραθέτην, 15.494; εἰ δέ κεν… καταδράθω 5.471; ἔασον… καταδαρθεῖν τί με Ar.Nu.38; ὁ μακαρίτης οἴχεται, κατέδαρθεν Ar.Fr.488.11, cf. Hp.Epid.5.37, X.Ages. 9.3: in pres., to be falling asleep, opp. ἀνεγείρεσθαι (to be waking), Pl.Phd.71d, 72b. 2 pass the night, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Th.6.61: so in pf., Pl.Smp.l.c.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δαρθάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, so Bekker, Wolf καταδραθῶ; von dem aor. κατεδράθην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρθείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρθεν, = κατεδάρθησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραθέτην, für κατεδραθέτην, 15, 494; καταδαρθεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρθάνειν, im Gegensatz von ἀνεγείρεσθαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.

French (Bailly abrégé)

f. καταδαρθήσομαι, ao.2 κατέδαρθον, épq. κατέδραθον, pf. καταδεδάρθηκα;
1 s'endormir, dormir;
2 passer la nuit.
Étymologie: κατά, δαρθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαρθάνω, them. aor. κατέδαρθον, ep. aor. κατέδραθον, conj. καταδράθω, θη - aor. κατεδάρθην; perf. καταδεδάρθηκα in slaap vallen; in aor. slapen:. ἐν θάμνοισι κατέδραθον ik heb in de bosjes geslapen Od. 7.285; ἔασον … καταδαρθεῖν τί με laat me een dutje doen Aristoph. Nub. 38. uitbr. de nacht doorbrengen:. οὐδὲν περιττότερον καταδεδαρθηκώς ἀνέστην zonder dat er iets bijzonders gebeurde heb ik met hem de nacht doorgebracht en ben ik weer opgestaan Plat. Smp. 219c.

Russian (Dvoretsky)

καταδαρθάνω: (fut. καταδαρθήσομαι, aor. 2 κατέδαρθον - эп. κατέδρᾰθον, pf. καταδεδάρθηκα, эп. conjct. καταδράθω; aor. 2 pass. κατεδάρθην; inf. aor. тж. καταδαρθεῖν; conjct. aor. pass. καταδαρθῶμεν - эп. καταδραθῶ; part. aor. καταδαρθείς)
1 засыпать, погружаться в сон (θάμνοισ᾽ ἐν πυκνοῖσι Hom.; καταδαρθὼν ὄψιν εἶδεν Plut.): καταδεδαρθηκώς Plat. заснувший;
2 проводить ночь (ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Thuc.).

English (Autenrieth)

aor. κατέδραθον, du. sync. καδδραθέτην: fall asleep, sleep, Od. 23.18. (Od.)

Greek Monolingual

καταδαρθάνω (Α)
1. αποκοιμιέμαι, μέ παίρνει ο ύπνος («ἐν θάμνοισι
κατέδραθον», Ομ. Οδ.)
2. περνώ κάπου τη νύχτα, διανυκτερεύω («κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δαρθάνω «κοιμάμαι»].

Greek Monotonic

καταδαρθάνω: αόρ. βʹ -έδαρθον, μεταφ. -έδρᾰθον, βʹ πληθ. καδραθέτην, παρακ. -δεδάρθηκα·
1. αποκοιμιέμαι· στον αόρ., πλαγιάζω, κοιμάμαι βαθιά, σε Ομήρ. Οδ.· στον ενεστ., αποκοιμιέμαι, καταλαμβάνομαι από νύστα ή κυριεύομαι από ύπνο, σε Πλάτ.· παρακ. καταδεδαρθηκώς, αυτός που έχει αποκοιμηθεί, στον ίδ.
2. κυρίως περνώ κάπου την νύχτα, διανυκτερεύω, κατέδαρθον ἐν ὅπλοις, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδαρθάνω: ἀόρ. κατέδαρθον, καὶ κατὰ ποιητ. μετάθεσιν κατέδρᾰθον, Ὅμ.· ὡσαύτως παθ. ἀόρ. β’ κατεδάρθην, γ΄ πληθ. κατέδαρθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1227,- χρόνος ὃν μεταχειρίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ μεταγενέστεροι (διότι ἐν Ὀδ. Ε. 471 ὁ Βεκκῆρος γράφει καταδράθω (ἐνεργ.) ἀντὶ -δραθῶ (Παθ.) καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 300 ὁ Πόρσων διώρθωσε καταδαρθόντα ἀντὶ -θέντα). Ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, «πλαγιάζω» (ἴδε κατωτ.), κατὰ τὸ πλεῖστον εὔχρηστον ἐν τῷ ἀορ., ἐν θάμνοισι κατέδραθον Ὀδ. Ζ. 285, πρβλ. Ψ. 18· τὼ δ’ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον Θ. 296· καδδραθέτην ἀντὶ κατεδραθέτην, Ο. 494· εἰ δέ κεν… καταδράθω Ὀδ. Ε. 471· ἔασον καταδαρθεῖν τί με, «νὰ πάρω ὀλίγον ὕπνον», νὰ κοιμηθῶ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Νεφ. 38· κατέδαρθεν εὐδαίμων Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445Α, πρβλ Ἱππ. 1151Ε, Ξενοφ. Ἀγησ. 9, 3·- ἐν τῷ ἐνεστ., ἀποκοιμῶμαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντίθετον τοῦ ἀνεγείρομαι, Πλάτ. Φαίδων 71D, 72Β: πρκμ. καταδεδαρθηκώς, ἀποκοιμηθείς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 2) ἁπλῶς διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαί που, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Θουκ. 6. 61.

Middle Liddell

aor2 -έδαρθον metaph. -έδρᾰθον 2nd pl. καδραθέτην perf. -δεδάρθηκα
1. to fall asleep, in aor. to be asleep, sleep, Od.:—in pres. to be just falling asleep, Plat.; perf. καταδεδαρθηκώς having fallen asleep, Plat.
2. simply to pass the night, κατέδαρθον ἐν ὅπλοις Thuc.