παραυδάω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уговаривать]], [[увещевать]] (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[успокаивать]], [[утешать]] (π. τινί τι Hom.).
|elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[уговаривать]], [[увещевать]] (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[успокаивать]], [[утешать]] (π. τινί τι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυδάω Medium diacritics: παραυδάω Low diacritics: παραυδάω Capitals: ΠΑΡΑΥΔΑΩ
Transliteration A: paraudáō Transliteration B: paraudaō Transliteration C: paravdao Beta Code: parauda/w

English (LSJ)

A console, encourage (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279, cf. Q.S. 5.261; μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι do not coax me thus, to wash, Od.18.178. II c. acc. rei, speak lightly of, make light of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488.

German (Pape)

[Seite 505] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 consoler par des paroles, acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;
2 conseiller de, inf..
Étymologie: παρά, αὐδάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αυδάω bemoedigend toespreken; met acc. v. h. inw. obj.: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα troost mij niet met mijn dood Od. 11.488; μὴ ταῦτα παραύδα... χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι geef mij dat advies niet, om mijn lichaam te wassen en te zalven Od. 18.178.

Russian (Dvoretsky)

παραυδάω:
1 уговаривать, увещевать (μειλιχίοις ἐπέεσσι Hom.);
2 успокаивать, утешать (π. τινί τι Hom.).

English (Autenrieth)

imp. παραύδᾶ, aor. part. παραυδήσᾶς: try to win over by address, persuade, urge; θάνατόν τινι, ‘speak consolingly of,’ ‘extenuate,’ Od. 11.488. (Od.)

Greek Monotonic

παραυδάω: μέλ. -ήσω,
I. μιλώ έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Οδ.· μὴ ταῦτα παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., μιλώ ελαφρά, αψήφιστα για κάτι, μὴδή μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραυδάω: ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, συμβουλεύω, μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ περί τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to address so as to console or encourage, Od.; μὴ ταῦτα παραύδα do not talk me into this, Od.
II. c. acc. rei, to speak lightly of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Od.