στασιώτης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στᾰσιώτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''στᾰσιώτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[член политической группировки приверженец]] (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);<br /><b class="num">2</b> (о философах элейской школы), [[сторонник теории неизменяемости вселенной]] Plat., Sext. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:05, 25 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A (στάσις B. 111) mostly in plural, members of a party or faction in a state, partisans, οἱ τοῦ Μεγακλέος σ. Hdt.1.60, cf. 59,173, al.; acting as a body-guard, Antipho Fr.1. 2 metaph. (with punning allusion to στάσις B. 1.1), οἱ τοῦ ὅλου σ. the partisans of 'The Whole', opp. οἱ ῥέοντες, Pl.Tht.181a; σ. τῆς φύσεως καὶ ἀφυσίκους, of Parmenides and Melissus, who denied motion, Arist. ap. S.E.M.10.46.
German (Pape)
[Seite 930] ὁ, der Aufrührer, Empörer, der zu einer Partei Gehörige, die im Aufstande begriffen ist; bes. im plur. die Anhänger einer Partei, einer politischen Faktion, οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται, Her. 1, 60; ἐξήλασε τοὺς στασιώτας αὐτοῦ, 1, 173, u. öfter; vgl. Xen. Hell. 7, 1, 43; Sp. – Bei Plat. Theaet. 181 a heißen οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, im Gegensatz der ῥέοντες, diejenigen, welche das Feststehen, die Unveränderlichkeit von Allem annehmen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
séditieux, factieux ; simpl. affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.
Étymologie: στάσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιώτης -ου, ὁ [στάσις] lid van een partij of factie, partijgenoot:. οἱ τοῦ Μεγακλέος στασιῶται de partijgenoten van Megacles Hdt. 1.60.1. overdr. aanhanger. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται de aanhangers van ‘het geheel' Plat. Tht. 181a.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιώτης: ου ὁ
1 член политической группировки приверженец (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);
2 (о философах элейской школы), сторонник теории неизменяемости вселенной Plat., Sext.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση
αρχ.
1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.)
2. σωματοφύλακας
3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»
4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῦ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη στασιμότητα, το αμετάβλητο του κόσμου
β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ιώτης, πιθ. κατά τα στρατιώτης, πατριώτης.
Greek Monotonic
στᾰσιώτης: -ου, ὁ (στάσις), κατά κανόνα στον πληθ., μέλη πολιτικής παράταξης ή φατρίας, οπαδοί, φραξιονιστές, στασιαστές, σε Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιώτης: -ου, ὁ, (στάσις Β. ΙΙΙ) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη πολιτικῆς μερίδος, οἱ ἀνήκοντες εἰς φατρίαν, ὀπαδοί, οἱ τοῦ Μεγακλέους στ. Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 59, 173, κ. ἀλλ.· ὁ ἐνεργῶν ὡς σωματοφύλαξ, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ.· -οἱ στ. τοῦ ὅλου, οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν θεωρίαν ταύτην, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. στάσιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ῥέοντες, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, ἴδε παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 46. -Πρβλ. στασιαστής. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως».
Middle Liddell
στᾰσιώτης, ου, ὁ, στάσις
mostly in plural the members of a party or faction, partisans, Hdt., attic