τειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τειχίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> [[обносить стенами или валом]], [[окружать укреплениями]] (τὸ [[οὖρος]] Her.; τὴν πόλιν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[окружать]], [[укреплять]] (τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.; λίθοις τὴν πόλιν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[возводить стены]], [[насыпать вал]]: τετείχιστο impers. Her. была построена стена;<br /><b class="num">4)</b> (о крепостных сооружениях), [[строить]], [[возводить]], ([[τεῖχος]], [[ἔρυμα]] Thuc.): τὰ τετειχισμένα Thuc. крепостные сооружения, укрепления;<br /><b class="num">5)</b> [[служить оплотом]], [[быть защитой]] ([[Αἴγυπτος]] τῷ Νείλῳ τετειχισμένη Isocr.): [[ἀσφάλεια]] ὅπλοις τετειχισμένη Dem. безопасность, обеспеченная вооруженными силами.
|elrutext='''τειχίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[обносить стенами или валом]], [[окружать укреплениями]] (τὸ [[οὖρος]] Her.; τὴν πόλιν Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[окружать]], [[укреплять]] (τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.; λίθοις τὴν πόλιν Dem.);<br /><b class="num">3</b> [[возводить стены]], [[насыпать вал]]: τετείχιστο impers. Her. была построена стена;<br /><b class="num">4</b> (о крепостных сооружениях), [[строить]], [[возводить]], ([[τεῖχος]], [[ἔρυμα]] Thuc.): τὰ τετειχισμένα Thuc. крепостные сооружения, укрепления;<br /><b class="num">5</b> [[служить оплотом]], [[быть защитой]] ([[Αἴγυπτος]] τῷ Νείλῳ τετειχισμένη Isocr.): [[ἀσφάλεια]] ὅπλοις τετειχισμένη Dem. безопасность, обеспеченная вооруженными силами.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχίζω Medium diacritics: τειχίζω Low diacritics: τειχίζω Capitals: ΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: teichízō Transliteration B: teichizō Transliteration C: teichizo Beta Code: teixi/zw

English (LSJ)

fut. Att. A τειχιῶ Th.6.97, D.6.14, 19.112: aor. ἐτείχισα Hdt.1.175: pf. τετείχικα D. 19.112:—Med., fut. τειχιοῦμαι X.Cyr.6.1.19 (v.l. τειχίσασθαι): aor. ἐτειχισάμην Th.1.11; Ep. ἐτειχίσσαντο Il.7.449: (τεῖχος):—build a wall, Ar.Av.838, Th.1.64, etc.: c. acc. cogn., τ. μακρὰ τείχη build them, Id.5.82:—Med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.7.449, cf. Th.3.105, And.3.38 (ἐτειχίσαμεν codd.); ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο Th.1.11:—Pass., to be built, πύργος τετείχισται Pi.I.5(4).44; ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται Id.P.6.9. 2 form a wall, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Hdn.6.5.10. II trans., wall, fortify, ὄρος Hdt.1.175, etc.; τὸν Πειραιᾶ And.3.5; τὴν πόλιν, τὸν κρημνόν, Th.1.93, 6.101; στρατόπεδα δύο Id.3.6; λίθοις τ. τὴν πόλιν D.18.299; χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.3.84; Μαγνησίαν D.1.22:—Med., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Th.4.3:— Pass., Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν Id.1.93; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Id.4.9; ἐτετείχιστο . . τὰ βασιλήϊα περιβόλῳ stood enclosed by a surrounding wall, Hdt.1.181: metaph., [Αἴγυπτον] τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Isoc.11.12; ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις D.19.84.

German (Pape)

[Seite 1081] (eine Mauer) bauen; im med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο, sie bau'ten sich eine Mauer, Il. 7, 449, wie Plat. Menex. 245 a u. Xen. Cyr. 6, 1, 19, τετείχιστο, es war eine Mauer gebau't, Her. 1, 181, – mit einer Mauer versehen, befestigen, τετείχισται πύργος, Pind. I. 4, 44; auch übertr., ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται, P. 6. 9. οἱ Ἀθην.αῖοι ἐτειχίσθησαν, Thuc. 1, 93. χωρίον., 4. 3 u. öfter; Μαγνησίαν, Dem. 1, 22; φρούριον, ἐρύματα, Xen. Cyr. 3, 1, 10. 2, 1 Hell. 1, 2, 1; τὴν πόλιν, Pol. 5, 93, 5; auch Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην, geschützt, Isocr. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

f. att. τειχιῶ, ao. ἐτείχισα, pf. τετείχικα;
Pass. pqp. ἐτετειχίσμην;
1 construire un mur ; en gén. construire en guise de rempart ou pour se défendre ; τ. τεῖχος THC m. sign. ; • impers. τετείχιστο HDT des fortifications étaient élevées;
2 entourer de remparts, fortifier : λίθοις τ. τὴν πόλιν DÉM fortifier la ville d'un rempart de pierres ; Pass. être fortifié : τῷ Νείλῳ ISOCR par le Nil en parl. de l'Égypte ; abs. τὰ τετειχισμένα THC les parties de la ville fortifiées;
Moy. τειχίζομαι (f. τειχιοῦμαι, ao. ἐτειχισάμην);
1 construire pour sa défense : τεῖχος IL un rempart;
2 fortifier d'un rempart pour sa défense, acc..
Étymologie: τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

τειχίζω: тж. med.
1 обносить стенами или валом, окружать укреплениями (τὸ οὖρος Her.; τὴν πόλιν Thuc.);
2 окружать, укреплять (τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.; λίθοις τὴν πόλιν Dem.);
3 возводить стены, насыпать вал: τετείχιστο impers. Her. была построена стена;
4 (о крепостных сооружениях), строить, возводить, (τεῖχος, ἔρυμα Thuc.): τὰ τετειχισμένα Thuc. крепостные сооружения, укрепления;
5 служить оплотом, быть защитой (Αἴγυπτος τῷ Νείλῳ τετειχισμένη Isocr.): ἀσφάλεια ὅπλοις τετειχισμένη Dem. безопасность, обеспеченная вооруженными силами.

Greek (Liddell-Scott)

τειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Θουκ. 6. 97, Δημ. 69. 18., 375. 7· ἀόρ. ἐτείχισα Ἡρόδ. 1. 175· πρκμ. τετείχικα Δημ. 375. 11. ― Μέσ., ἀόρ. ἐτειχισάμην Ξεν.· (τεῖχος). Ὡς καὶ νῦν, κτίζω, (πρβλ. τειχέω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 838, Θουκ. 1. 64, κλπ.· μετὰ συστοίχου αἰτ., τ. τεῖχος, οἰκοδομῶ, ἐγείρω τεῖχος, ὁ αὐτ. 5. 82, Ἀνδοκ. 28. 18, κλπ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τεῖχος ἐτειχίσσαντο, ἔκτισαν δι’ ἑαυτοὺς τεῖχος, Ἰλ. Η. 449, πρβλ. Θουκ. 3. 105· ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο ὁ αὐτ. 1. 11. ― Παθ., πύργος τετείχισται Πινδ. Ι. 5 (4). 56· ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται ὁ αὐτ. Π. 6. 9· τετείχιστο, ἀπροσ., ὑπῆρχον οἰκοδομαί, Ἡρόδ. 1. 181. 2) σχηματίζω ὡς τεῖχος, τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες Ἡρόδ. 6. 5. ΙΙ. μεταβ., περιτειχίζω, διὰ τείχους περικλείω, ὀχυρώνω, τὸ οὖρος Ἡρόδ. 1. 175, κλπ.· τὸν Πειραιᾶ Ἀνδοκ. 24. 4· τὴν πόλιν, τὸν κρημνὸν Θουκ. 1. 93., 6. 101· στρατόπεδα δύο ὁ αὐτ. 3.6· λίθοις τ. τὴν πόλιν Δημ. 325. 23· χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Αἰσχίν. 65. 33· Μαγνησίαν Δημ. 15. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Θουκ. 4. 3. ― Παθ., περικλείομαι διὰ τείχους ἢ διὰ τειχῶν, οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν ὁ αὐτ. 1. 93· τὰ τετειχισμένα, τὰ ὠχυρωμένα μέρη, ὁ αὐτ. 4. 9· μεταφορ., Αἴγυπτον τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Ἰσοκρ. 224Α· ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις Δημ. 367. 18.

English (Autenrieth)

(τεῖχος): only mid. aor., ἐτειχίσσαντο, built for themselves, Il. 7.449†.

English (Slater)

τειχίζω build met. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. pass. ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ (P. 6.9) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.44) cf. τειχέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τεῖχος
1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ.
β. «καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.)
2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ.
γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ φρούρια ἐπιμελέστερον τειχίσας», Ηρωδιαν.)
μσν.-αρχ.
μτφ. υπερασπίζω, προστατεύω (α. «τείχισον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου», Ευχολ.
β. «τειχίζοντα τὴν οἰκίαν [δηλ. την οικογένεια] εὑροῦσα τὸν Ὁλύμπιον», Λιβάν.)
αρχ.
1. (αμτβ.) παρατάσσομαι σε πυκνή διάταξη σαν να σχηματίζω τείχος («τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες», Ηρωδιαν.)
2. (το μέσ. και παθ.) τειχίζομαι
α) κτίζομαι, ανεγείρομαι («πύργος τετείχισται», Ηρόδ.)
β) είμαι προφυλαγμένος, περιφρουρούμαι (α. «ἀθανάτῳ τείχει τῷ Νείλῳ τετειχισμένην», Ισοκρ.
β. «ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις», Δημοσθ.)
γ) μτφ. δημιουργούμαι σαν τείχος, υψώνομαι σαν τείχος («ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται», Πίνδ.).

Greek Monotonic

τειχίζω: μέλ. Αττ. τειχιῶ, αόρ. ἐτείχισα, παρακ. τετείχικα (τεῖχος
I. χτίζω τείχος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τειχίζω τεῖχος, οικοδομώ τείχος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., τεῖχος ἐτειχίσαντο, έχτισαν γι' αυτούς τείχος, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., χτίζομαι, σε Πίνδ.· γʹ ενικ. υπερσ. τετείχιστο, απρόσ., υπήρχαν οικοδομικές κατασκευές, σε Ηρόδ.
II. μτβ., περιτειχίζω ή οχυρώνω, τὸ οὖρος, στον ίδ.· τὴν πόλιν, σε Θουκ., Δημ. — στη Μέσ., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον, σε Θουκ. — Παθ., περικλείομαι από τείχους, στον ίδ.· τὰ τετειχισμένα, τα οχυρωμένα μέρη, στον ίδ.

Middle Liddell

τεῖχος
I. to build a wall, Ar., etc.: c. acc. cogn., τ. τεῖχος to build it, Thuc.; so in Mid., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.:—Pass. to be built, Pind.: 3rd sg. plup. τετείχιστο, impers., buildings had been erected, there were buildings, Hdt.
II. trans. to wall or fortify, τὸ οὖρος Hdt.; τὴν πόλιν Thuc., Dem.: in Mid., τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Thuc.:—Pass. to be walled or fenced with walls, Thuc.; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Thuc.