διάζευξις: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
m (Text replacement - "op." to "op.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desunión]], [[separación]] (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.<i>Phd</i>.88b, | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[desunión]], [[separación]] (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.<i>Phd</i>.88b, op. [[σύνθεσις]]: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[separación]], [[alejamiento]] ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A<br /><b class="num">•</b>de los esposos [[separación]], [[divorcio]] τῆς συγκαταγηράσεως [[ἕνεκα]] καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.<i>Lg</i>.930b, cf. Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>a</sup>23, I.<i>AI</i> 11.195, Iust.<i>Nou</i>.22.20<br /><b class="num">•</b>ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. [[συνάφεια]] Gal.18(2).232, cf. 233.<br /><b class="num">2</b> gram. [[disyunción]] (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas</i> A.D.<i>Synt</i>.125.12, cf. <i>Gramm.Pap</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.<br /><b class="num">3</b> mús. [[disyunción]] entre dos tetracordios, Aristox.<i>Harm</i>.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.<i>Harm</i>.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:29, 27 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A disjoining, parting, τοῦ σώματος Pl.Phd.88b; δ. τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι Id.Lg.930b; ἡ δ. τῶν γυναικῶν, in Crete, Arist.Pol.1272a23. 2 Musical term, disjunction of two tetrachords, Plu.2.491a, Cleonid.Harm.10, etc. 3 Gramm., disjunction, κατὰ διάζευξιν παραλαμβάνεσθαι A.D.Synt.125.12: in Logic, συμπλοκαὶ καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a. 4 Medic., κατὰ διάζευξιν by exclusive reckoning, Gal.18(2).232, al.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desunión, separación (ἡ ψυχή) μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει ... ἀπόληται Pl.Phd.88b, op. σύνθεσις: τῶν μέρων σύνθεσις τε καὶ δ. Pamph.Mon.Solut.6.121, cf. Gr.Naz.M.35.988C, Hsch.
•separación, alejamiento ἡ τοῦ ἠγαπημένου δ. Gr.Nyss.M.46.108A
•de los esposos separación, divorcio τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρέων Pl.Lg.930b, cf. Arist.Pol.1272a23, I.AI 11.195, Iust.Nou.22.20
•ref. a períodos críticos de las enfermedades ἀριθμεῖσθαι τὰς ἑβδομάδας ... κατὰ διάζευξιν op. συνάφεια Gal.18(2).232, cf. 233.
2 gram. disyunción (σύνδεσμοι) κατὰ διάζευξιν παραλαμβανόμενοι (conjunciones) utilizadas como disyunción, e.e. disyuntivas A.D.Synt.125.12, cf. Gramm.Pap.1.57
•en dialéctica συνδέσμων δεῖσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀξιωμάτων συναφὰς καὶ συμπλοκὰς καὶ διαζεύξεις Plu.2.1011a.
3 mús. disyunción entre dos tetracordios, Aristox.Harm.73.7, Cleonid.10, en las escalas, Aristox.Harm.22.17, Plu.2.491a, Aristid.Quint.14.3, Anon.Bellerm.65.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disjonction, désunion, séparation.
Étymologie: διαζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάζευξις -εως, ἡ [διαζεύγνυμι] scheiding, isolement.
Russian (Dvoretsky)
διάζευξις: εως ἡ
1 разделение, отделение (τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.);
2 расторжение брака, развод (τῶν γυναικῶν Arst.);
3 грам. разделение, разделительность (τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.);
4 муз. несовпадение (φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце).
Greek Monotonic
διάζευξις: -εως, ἡ, αποχωρισμός, διαχωρισμός, διάλυση, διαζύγιο, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάζευξις: -εως, ἡ, τὸ διαχωρίζειν, διαχωρισμός, ἀντίθ. σύζευξις, Πλάτ. Φαίδωνι 88Β· δ. ποιεῖσθαι, = διαζευγνύναι ὁ αὐτ. Νόμ. 930Β· ἡ δ. τῶν γυναικῶν, ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 9. 2) ὡς μουσικός ὅρος, ἡ διάζευξις δύο τετραχόρδων, ἀντίθ. συναφή, Πλούτ. 2. 491Α, κτλ.· ἴδε διαζεύγνυμαι 2.
Middle Liddell
διάζευξις, εως [from διαζεύγνῠμαι]
a disjoining, parting, Plat.
German (Pape)
ἡ, Trennung, Gegensatz σύζευξις, Plat. Legg. XI.930b; ἡ τοῦ σώματος, vom Körper, Phaed. 88b. In der Musik im Gegensatz von συναφή, Plut. frat. am. 20.