ἐναύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>allumer : [[πῦρ]] du feu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὕω]]².<br /><span class="bld">2</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὔω]]¹.
|btext=<span class="bld">1</span>allumer : [[πῦρ]] du feu;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐναύο]]μαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὕω]]².<br /><span class="bld">2</span>crier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αὔω]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:51, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναύω Medium diacritics: ἐναύω Low diacritics: εναύω Capitals: ΕΝΑΥΩ
Transliteration A: enaúō Transliteration B: enauō Transliteration C: enayo Beta Code: e)nau/w

English (LSJ)

(A), impf. A ἔναυον Hdt.7.231: aor. 1 opt. ἐναύσειε Diph.62, inf. ἐναῦσαι Plu.Phoc.37:—Med., Cratin.409: fut. -σομαι Com.Adesp.25.23D., Longus 3.6: aor. ἐναύσασθαι Pl.Ax.371e, etc.:— kindle, ἐναύω πῦρ τινί light one a fire, give him a light, as was the duty of a neighbour, X.Mem.2.2.12, cf. Hdt. l.c., Diph. l. c., Call.Iamb.1.191; τοῦτον μήτε πόλει δέχεσθαι μήτε πῦρ ἐ. Plb.9.40.5, cf. Din.2.9:— Med., πῦρ ἐναύεσθαι = light oneself a fire, get a light, ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim.6; ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plu.Num.9: metaph., ἐ. τὸ θάρσος borrow courage, Pl. l. c.; τῆς ἐλευθερίας v.l. in Plb.18.11.7; of Poets, draw inspiration, Ἔφεσον ὅθεν πῦρ οἱ τὰ μέτρα μέλλοντες τὰ χωλὰ τίκτειν μὴ 'μαθῶς ἐναύονται Call.Iamb.1.335; ἐντεῦθεν ἐ. τὸν λόγον Ael.Fr. 246; ἐξ αὐτοῦ διδασκαλίαν ἐ. ib.89. 2 apply fire to smoke out a swarm of bees, Hsch. (Cf. αὔω, ἐπαύω; the gloss ἔναυον (i.e. ἔναυ' ον for ἔναυσον): ἔνθες (Cypr.), Id., belongs to this word.)
(B), A cry aloud in, Sch.Il.5.333.
(C), A = ἱκετεύω πρὸς τοῖς ναοῖς, Suid., Zonar.

Spanish (DGE)

emitir el grito de guerra, como supuesta etim. de Ἐνυώ Apollod.Hist.124, Sch.Er.Il.5.333.
• Morfología: [impf. sin aum. 3a sg. ἔναυε Hdt.7.231; aor. opt. ἐναύσειε Diph.62.3, chipr. imperat. 2a sg. ἔναυὁν Hsch.]
I 1encender, dar, procurar fuego frec. en frase neg., c. ac. πῦρ y dat. de pers. negar el fuego como baldón público οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε ninguno le procuraba fuego Hdt.l.c., ἀποψηφίσασθαι μήτε πῦρ ἐναύειν τούτῳ μήτε συσσιτεῖν ... Din.2.9, sin dat. εἴ τις μὴ ... πῦρ ἐναύσει' Diph.l.c., cf. Call.Fr.193.25, Plb.9.40.5, μηδὲ πῦρ ἐναῦσαι μηδένα πρὸς τὴν ταφὴν Ἀθηναίων que ninguno de los atenienses procurara ningún fuego para la cremación Plu.Phoc.37, sin neg., gener. ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ, ὅταν τούτου δέῃ X.Mem.2.2.12, cf. D.Chr.7.82
en v. pas. οὔ φασι δεῖν ἀφ' ἑτέρου πυρὸς ἐναύεσθαι (el fuego de las vestales) no debe ser encendido a partir de otro fuego Plu.Num.9.
2 ahumar las colmenas para expulsar el enjambre, Hsch.s.u. ἐναύοντες.
II en v. med., frec. c. gen. de procedencia o gen. c. prep.
1 encender, prender en provecho propio, conseguir Cratin.450, (κεραυνόν) ἐκ τῆς Αἴτνης ἐναυσάμενος Luc.Tim.6, παρ' ἑτέρων Plu.2.297a, πῦρ ἐναυσόμενος ἦλθον yo venía a conseguir fuego Longus 3.6.3.
2 fig. tomar para sí la llama de, sacar, conseguir τὸ θάρσος ... παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι (dicen que) sacaron el valor (para el viaje al Hades) gracias a la (diosa) de Eleusis Pl.Ax.371e, cf. Com.Adesp.1007.23
de formas poéticas, del conocimiento tomar para sí la llama de, adoptar, aprender τᾶν Σαπφοῦς χαρίτων ἄνθος ἐναυσόμενος AP 7.718 (Noss.), τὰ τῆς ἀληθείας ... ζώπυρα Iambl.VP 29.162, ἐξ αὐτοῦ διδασκαλίαν Ael.Fr.92, cf. 244
abs. encender el fuego e.d. recibir la inspiración, inspirarse Ἔφεσον, ὅθεν ... μὴ ἀμαθῶς ἐναύονται Call.Fr.203.66.
v. ἐνναύω.

German (Pape)

[Seite 831] anzünden; πῦρ τινι, Einem Feuer anzünden, od. ihn Feuer anzünden lassen, Her. 7, 231; Xen. Mem. 2, 2, 12; es wurde verboten μήτε πῦρ ἐναύειν τούτῳ (einem Geächteten) μήτε συσσιτεῖν μηδένα μήτε θυσιῶν τῶν γενομένων κοινωνεῖν Din. 2, 9; Pol. 9, 40, 5. – Med., πῦρ ἐναύεσθαι, sich Feuer anzünden, holen, B. A. 13, 20, aus Cratin.; ἐκ τοῦ βωμοῦ Ael. bei Suid.; ἐκ τῆς Αἴτνης Luc. Tim. 6; ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plut. Num. 9. Übertr., τὸ θάρσος τῆς πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Plat. Ax. 371 e, sich den Muth entzünden, anfeuern; τὸν λόγον, den Stoff, die Veranlassung der Rede woher nehmen, Ael. bei Suid.

French (Bailly abrégé)

1allumer : πῦρ du feu;
Moy. ἐναύομαι allumer pour soi : ἔκ τινος à qch.
Étymologie: ἐν, αὕω².
2crier.
Étymologie: ἐν, αὔω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐναύω:
1 зажигать (πῦρ Her., Xen., Polyb.; med. τὸν κεραυνὸν ἐκ τῆς Οἴτης Luc.; τὸ πῦρ ἀπὸ ἑτέρου πυρός Plut.);
2 med. воспламенять, разжигать, возбуждать (τὸ θάρσος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναύω: παρατ. ἔναυον Ἡρόδ. 7. 231: ἀόρ. εὐκτ. ἐναύσειε Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3· ἀπαρ. ἐναῦσαι Πλουτ. Φωκ. 37. ― Μέσ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 128: μέλλ. -σομαι Λόγγ. 3. 6: ἀόρ. ἐναύσασθαι Πλάτ. Ἀξ. 371Ε, κτλ. Δίδω εἴς τινα νὰ ἀνάψῃ, οὐκοῦν, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ τῷ γείτονι βούλει σὺ ἀρέσκειν, ἵνα σοι καὶ πῦρ ἐναύῃ ὅταν τούτου δέῃ...; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12. Ἦτο καθῆκον παντὸς καλοῦ γείτονος νὰ δίδῃ ἔναυσμα εἰς τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐὰν εἶχεν ἀνάγκην τούτου, ὁ δὲ ἀρνούμενος ἐθεωρεῖτο ἐπάρατος, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 3, πρβλ. Κικ. Off. 1. 16· ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀτίμους οὐδεὶς ἔδιδε πῦρ πρὸς ἔναυσιν, οὔτε οἱ (τῷ Ἀριστοδήμῳ) πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δείναρχ. 106. 12, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 235 κἑξ.: ― Μέσ., ἀνάπτω, ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν ἢ ἐκ τῆς Οἴτης ἐναυσάμενος Λουκ. Τίμ. 6· ἀπὸ ἑτέρου πυρὸς Πλουτ. Νουμ. 9· μεταφ., λαμβάνω, καὶ τὸ θάρσος τῆς ἐκεῖσε πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - «ἐντεῦθεν Εὐριπίδης ἐναυσάμενος τὸν λόγον ἅπαντα εἶτα μέντοι Φοίνικι περιτίθησιν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύνειν· - «καί τινα ἐξ αὐτοῦ διδασκαλίαν ἐναυσάμενοι» Αἰλιαν. παρὰ Σουΐδᾳ ἐν λ. ἐναύσματα.

Greek Monolingual

(I)
ἐναύω (Α)
δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν' ανάψει φωτιάοὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.)
2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῖν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.)
β) μτφ. παίρνω κάτι με μετάδοση («ἐντεῡθεν... ἐναυσάμενος τὸν λόγον», Αιλ.).
(II)
ἐναύω (Α)
ομιλώ, κραυγάζω, εκφωνώ.
(III)
ἐναύω (Α)
ικετεύω («ἐναύοντες... ἱκετεύοντες πρὸς τοῖς ναοῖς», Ζωναρ.).

Greek Monotonic

ἐναύω: παρατ. ἔναυον, αόρ. αʹ ἔναυσα· ανάβω, ἐν. πῦρ τινι, ανάβω φωτιά σε κάποιον, τον κάνω να πιάσει φωτιά, σε Ξεν. — Μέσ., πῦρ ἐναύεσθαι, παίρνω φωτιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

1 imperf. ἔναυον aor1 ἔναυσα
to kindle, ἐν. πῦρ τινι to light one a fire, give him a light, Xen.:— Mid., πῦρ ἐναύεσθαι to get a light, Plut., Luc.
2
cry aloud.