καθηγητής: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] leraar. | |elnltext=καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] [[leraar]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A guide, Numen. ap. Ath.7.313d. 2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:— also καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου IG12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγ-ήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.
German (Pape)
[Seite 1284] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
précepteur, maître.
Étymologie: καθηγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθηγητής -οῦ, ὁ [καθηγέομαι] leraar.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθηγητής: οῦ ὁ руководитель, учитель Plut., NT.
Greek (Liddell-Scott)
καθηγητής: -οῦ, ὁ, ὁδηγός, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, καθηγητής, διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - ὡσαύτως, καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ καθηγούμενος μοναστηρίου, ἡγούμενος, Συναξάριον Ἰαν. 11.
English (Strong)
from a compound of κατά and ἡγέομαι; a guide, i.e. (figuratively) a teacher: master.
English (Thayer)
καθηγητου, ὁ (καθηγέομαι to go before, lead);
a. properly, a guide: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a master, teacher: R G, 10. (Dionysius Halicarnassus jud. de Thucydides 3,4; several times in Plutarch (cf. Wetstein (1752) on Matthew, the passage cited.))
Greek Monolingual
ο, θηλ. καθηγήτρια (AM καθηγητής) καθηγοῦμαι
1. αυτός που διδάσκει κάτι με γνώση και κύρος, διδάσκαλος (α. «καθηγητής χορού» β. «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί, εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν καθηγητής, ὁ Χριστός», ΚΔ)
2. αυτός που έχει επάγγελμα να διδάσκει τα γράμματα («ὁ δ' ἡμέτερος καθηγητής Ἀμμώνιος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που διδάσκει σε πανεπιστήμιο, σε ανώτερο ίδρυμα ή σε σχολείο μέσης εκπαιδεύσεως («καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής»)
2. (συν. ειρων.) ικανός, επιδέξιος, ειδήμων, γνώστης ενός πράγματος («καθηγητής στο πόκερ»)
αρχ.
οδηγός.
Chinese
原文音譯:kaqhght»j 卡特-誒給帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:向下-帶領(者)
字義溯源:嚮導,教師,夫子,師尊;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;其中 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。基督是我們唯一的師尊,教師,夫子( 太23:10)。比較: (ἄγω)=帶領參讀 (διδάσκαλος)同義字
出現次數:總共(3);太(3)
譯字彙編:
1) 師尊(2) 太23:10; 太23:10;
2) 夫子(1) 太23:8
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό καθηγοῦμαι → κατά + ἡγοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.