θεώρημα: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> spectacle, fête ; <i>fig.</i> objet d'étude <i>ou</i> de méditation ; règle, principe ; <i>p. anal.</i> précepte de morale;<br /><b>2</b> contemplation, méditation, recherche.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> spectacle, fête ; <i>fig.</i> objet d'étude <i>ou</i> de méditation ; règle, principe ; <i>p. anal.</i> précepte de morale;<br /><b>2</b> [[contemplation]], [[méditation]], [[recherche]].<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:34, 30 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A sight, spectacle, λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68; θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15; θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30: generally, festival, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Pl.Lg.953a. 2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν… εἶναι θ. Arist.Mem.450b25; vision, Id.Div.Somn.463b19; intuition, θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.). II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph.1083b18, Top.104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8. b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12; αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106. c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19. 2 subject of investigation, Plb.1.2.1, D.H.Comp. 2. b investigation, Plu.2.1131c.
German (Pape)
[Seite 1205] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, θεώρημα ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 spectacle, fête ; fig. objet d'étude ou de méditation ; règle, principe ; p. anal. précepte de morale;
2 contemplation, méditation, recherche.
Étymologie: θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
θεώρημα: ατος τό
1 зрелище, вид (λόγοι καὶ θεωρήματα Dem.);
2 представление: Μουσῶν ὠσὶ θεωρήματα Plat. слушание поэтических произведений;
3 видение, образ (θ. καὶ φάντασμα Arst.);
4 воззрение, взгляд, умозрение (περὶ ἀστρολογίαν, περὶ ψυχῆς Arst.);
5 положение, принцип, правило (περὶ τὰς παρεμβολάς Polyb.);
6 положение, теорема (μαθηματικὰ θεωρήματα Arst.);
7 область науки или искусства (πάντα τὰ θεωρήματα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
θεώρημα: τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ θέαμα, Δημ. 247, 22· θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F· θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - καθόλου, ἑόρτασμα, ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A· τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν... εἶναι θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρία, σκέψις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, κανών, Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, θεώρημα, πρότασις ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = θεώρησις, Πλούτ. 2. 1131C.
Spanish
Greek Monolingual
το (ΑΜ θεώρημα) θεωρώ
(στα μαθηματικά ή άλλες επιστήμες)
πρόταση της οποίας η αλήθεια είναι εμφανής αλλά χρειάζεται και να αποδειχθεί
μσν.
αφήγηση
μσν.-αρχ.
1. όραμα το οποίο βλέπει κάποιος μετά από περισυλλογή ή με την ενόραση
2. δογματική άποψη, σύλληψη θρησκευτικών αληθειών με την περισυλλογή και την προσευχή
3. τμήμα, μέρος του λόγου
αρχ.
1. θέαμα
2. εορτασμός
3. εκείνο το οποίο είναι δυνατό να παρατηρήσει κάποιος
4. θεωρία
5. πρόταση που έχει διατυπωθεί και αιτιολογηθεί ύστερα από έρευνα
6. έρευνα, εξέταση
7. πληθ. τὰ θεωρήματα
οι τέχνες και οι επιστήμες.
Greek Monotonic
θεώρημα: -ατος, τό,
1. αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το θέαμα, σε Δημ., κ.λπ.
2. αρχή που παράγεται ύστερα από σκέψη, κανόνας, Λατ. praeceptum· στα Μαθηματικά, το θεώρημα, σε Ευκλ.
Middle Liddell
θεώρημα, ατος, τό, [from θεωρέω
1. that which is looked at, viewed, a sight, spectacle, Dem., etc.
2. a principle thereby arrived at, a rule, Lat. praeceptum: in Mathematics, a theorem, Euclid.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
τό figura de Tifón, dibujada en una concha ἔστι δὲ τὸ θ. τὸ ὑποκείμενον ésta es la figura que viene debajo P VII 473