ἀέλιος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br /> <b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br /> <b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες ''[[sc.]]'' those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br /> <b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ ([[varia lectio|v.l.]] τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br /> <b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br /> <b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου ([[varia lectio|v.l.]] ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. | |sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br /> <b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br /> <b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες ''[[sc.]]'' those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br /> <b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ ([[varia lectio|v.l.]] τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br /> <b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br /> <b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (''[[sc.]]'' Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου ([[varia lectio|v.l.]] ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀέλιος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] (<i>ᾱ</i>, [[αλλά]] θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.). | |lsmtext='''ἀέλιος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] (<i>ᾱ</i>, [[αλλά]] θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, Dor. for ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, but ᾰ S.Tr.835.]
Spanish (DGE)
v. ἥλιος.
German (Pape)
[Seite 41] dor. für ἥλιος, ἠέλιος, das α ist kurz gebraucht Soph. Tr. 832; Eur. Med. 1251, wenn das Wort nicht hier mit Böckh dreisylbig zu nehmen.
Russian (Dvoretsky)
ἀέλιος: (ᾱ и ᾰ) ὁ дор. = ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέλιος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].
English (Slater)
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)
a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.
b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. (O. 2.62) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.
c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v.l. τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37)
d frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.
e pro pers., Helios, the Sun god τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v.l. ἁλίου Π.) (O. 2.32) test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
Greek Monotonic
ἀέλιος: ὁ, Δωρ. αντί ἠέλιος, ἥλιος (ᾱ, αλλά θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.).