οἶνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d'un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]].
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d'un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]].
}}
{{pape
|ptext=οπος, <i>[[weinfarbig]], wie Wein [[aussehend]]</i>; bei Hom., der [[nirgends]] den nom. hat, Beiw. des unruhigen, wellenschlagenden Meeres (vgl. [[οἶνος]] und [[πορφύρεος]]) <i>Il</i>. 23.316, <i>Od</i>. 2.421, 5.123; auch von der [[Farbe]] der [[Stiere]], <i>[[dunkelrot]], Il</i>. 13.703, <i>Od</i>. 13.32; und so bei sp.D. = [[πορφύρεος]], wie Tryph. 521. S. auch [[οἰνώψ]] und [[οἰνωπός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἶν-οψ, οπος, [ὤψ]<br />[[wine]]-coloured, [[wine]]-[[dark]] ([[never]] in nom.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Hom.; of oxen, [[wine]]-red, Hom.
|mdlsjtxt=οἶν-οψ, οπος, [ὤψ]<br />[[wine]]-coloured, [[wine]]-[[dark]] ([[never]] in nom.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Hom.; of oxen, [[wine]]-red, Hom.
}}
{{pape
|ptext=οπος, <i>[[weinfarbig]], wie Wein [[aussehend]]</i>; bei Hom., der [[nirgends]] den nom. hat, Beiw. des unruhigen, wellenschlagenden Meeres (vgl. [[οἶνος]] und [[πορφύρεος]]) <i>Il</i>. 23.316, <i>Od</i>. 2.421, 5.123; auch von der [[Farbe]] der [[Stiere]], <i>[[dunkelrot]], Il</i>. 13.703, <i>Od</i>. 13.32; und so bei sp.D. = [[πορφύρεος]], wie Tryph. 521. S. auch [[οἰνώψ]] und [[οἰνωπός]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνοψ Medium diacritics: οἶνοψ Low diacritics: οίνοψ Capitals: ΟΙΝΟΨ
Transliteration A: oînops Transliteration B: oinops Transliteration C: oinops Beta Code: oi)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, (ὄψ) wine-coloured, Hom. (never in nom.) epithet of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.

French (Bailly abrégé)

οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d'un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.

German (Pape)

οπος, weinfarbig, wie Wein aussehend; bei Hom., der nirgends den nom. hat, Beiw. des unruhigen, wellenschlagenden Meeres (vgl. οἶνος und πορφύρεος) Il. 23.316, Od. 2.421, 5.123; auch von der Farbe der Stiere, dunkelrot, Il. 13.703, Od. 13.32; und so bei sp.D. = πορφύρεος, wie Tryph. 521. S. auch οἰνώψ und οἰνωπός.

Russian (Dvoretsky)

οἶνοψ: οπος adj.
1 цвета вина, т. е. темный или потемневший (πόντος Hom.);
2 красновато-рыжий, гнедой (βοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.

English (Autenrieth)

οπος: winy, wine-colored, epithet of the sea and of cattle, Od. 13.32.

Greek Monolingual

οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].

Greek Monotonic

οἶνοψ: -οπος, ὁ (ὄψ), αυτός που έχει χρώμα κρασιού, στο σκούρο χρώμα του κρασιού, λέγεται για τη θάλασσα (ποτέ στην ονομ.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ, σε Όμηρ.· λέγεται για τα βόδια, αυτά που έχουν το χρώμα του βαθυκόκκινου κρασιού, στον ίδ.

Middle Liddell

οἶν-οψ, οπος, [ὤψ]
wine-coloured, wine-dark (never in nom.), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Hom.; of oxen, wine-red, Hom.