πλάττω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.<br />πλάττω zie πλάζω.
|elnltext=πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.<br />πλάττω zie πλάζω.
}}
{{pape
|ptext=att. = [[πλάσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δίνω]] σέ κάτι [[μορφή]], [[διαπλάθω]]). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = [[πλάττω]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- ([[πλατύς]]) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλάσις]] (=[[μόρφωση]]), [[κατάπλασις]], [[πλάσμα]] (=[[ὁμοίωμα]]), [[κατάπλασμα]], [[πρόπλασμα]], [[πλασματίας]] (=[[ψεύτικος]]), [[πλασματικός]], [[πλασμός]], [[μεταπλασμός]], [[πλαστέον]], [[πλάστης]], [[πλαστήριον]], [[πλαστικός]], [[πλαστός]], [[ἀδιάπλαστος]], [[εὔπλαστος]], [[καταπλαστός]], [[ἔμπλαστρον]], [[κοροπλάθος]] (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), [[πηλοπλάθος]].
|mantxt=(=[[δίνω]] σέ κάτι [[μορφή]], [[διαπλάθω]]). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = [[πλάττω]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- ([[πλατύς]]) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλάσις]] (=[[μόρφωση]]), [[κατάπλασις]], [[πλάσμα]] (=[[ὁμοίωμα]]), [[κατάπλασμα]], [[πρόπλασμα]], [[πλασματίας]] (=[[ψεύτικος]]), [[πλασματικός]], [[πλασμός]], [[μεταπλασμός]], [[πλαστέον]], [[πλάστης]], [[πλαστήριον]], [[πλαστικός]], [[πλαστός]], [[ἀδιάπλαστος]], [[εὔπλαστος]], [[καταπλαστός]], [[ἔμπλαστρον]], [[κοροπλάθος]] (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), [[πηλοπλάθος]].
}}
{{pape
|ptext=att. = [[πλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάττω Medium diacritics: πλάττω Low diacritics: πλάττω Capitals: ΠΛΑΤΤΩ
Transliteration A: pláttō Transliteration B: plattō Transliteration C: platto Beta Code: pla/ttw

English (LSJ)

Att. for πλάσσω. II πλάττομαι, v. πλάζω (A).

French (Bailly abrégé)

att. c. πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.
πλάττω zie πλάζω.

German (Pape)

att. = πλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

πλάττω: атт. = πλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πλάττω: Ἀττ. ἀντὶ πλάσσω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. πλάσσω.

Greek Monotonic

πλάττω: Αττ. αντί πλάσσω.

Mantoulidis Etymological

(=δίνω σέ κάτι μορφή, διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = πλάττω. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- (πλατύς) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.
Παράγωγα: πλάσις (=μόρφωση), κατάπλασις, πλάσμα (=ὁμοίωμα), κατάπλασμα, πρόπλασμα, πλασματίας (=ψεύτικος), πλασματικός, πλασμός, μεταπλασμός, πλαστέον, πλάστης, πλαστήριον, πλαστικός, πλαστός, ἀδιάπλαστος, εὔπλαστος, καταπλαστός, ἔμπλαστρον, κοροπλάθος (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), πηλοπλάθος.