μήλη: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sonde de chirurgien.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαίομαι]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[sonde de chirurgien]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαίομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλη Medium diacritics: μήλη Low diacritics: μήλη Capitals: ΜΗΛΗ
Transliteration A: mḗlē Transliteration B: mēlē Transliteration C: mili Beta Code: mh/lh

English (LSJ)

ἡ, A probe, Hp.VC10, AP11.126, etc. 2 = σμίλη, τῇ μ. τέμνων τοὺς ὑμένας Gal.8.55, cf. 11.300.

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, ein Instrument der Chirurgen, um Schäden, bes. Wunden zu untersuchen und Heilmittel hinein zu bringen, Sonde, Katheter, Medic.; ἐναλείφειν μήλῃ, Ep. ad. 95 (XI, 126).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sonde de chirurgien.
Étymologie: DELG μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μήλη:хирургический зонд Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μήλη: ἡ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξέτασιν πληγῶν, καθετήρ, Λατ. specilum, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 901, κτλ.

Spanish

sonda

Greek Monolingual

η (ΑΜ μήλη)
εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων του σώματος
μσν.
αιχμηρό εργαλείο, μαχαίρι
αρχ.
χειρουργικό μαχαιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. μασ-λᾱ και συνδέεται με το ρ. μαίομαι «αναζητώ, ψηλαφώ, εγγίζω»].

Greek Monotonic

μήλη: ἡ, καθετήρας κ.λπ., Λατ. specillum, σε Ιππ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: chirurgical probe (Hp., AP).
Compounds: As 2. member in πλατυ-μήλη broad probe (medic.) and other determinatives (Risch IF 59, 285), ἀμφί-μηλον n. probe with two ends (medic.).
Derivatives: μηλόω probe (Hp., Ar.), midd. also paint wool (Eust., H.) with μήλωσις probing, μηλω-τή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον probe (medic.); μηλ-αφάω probe (Sophr., H., EM, Eust.; after ψηλαφάω); μήλωθρον painted wool (Eust., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Prellwitz proposed from *μασ- λα (or *μα-λα) to μαίομαι, μάσ-σασθαι touch, examine.

Middle Liddell

μήλη, ἡ,
a probe, etc., Lat. specillum, Hipp., etc.

Frisk Etymology German

μήλη: {mḗlē}
Grammar: f.
Meaning: chirurgische Sonde (Hp., AP);
Composita: als Hinterglied in πλατυμήλη breite Sonde (Mediz.) und anderen Determinativa (Risch IF 59, 285), ἀμφίμηλον n. Sonde mit zwei Enden (Mediz.).
Derivative: Davon μηλόω sondieren (Hp., Ar. u. a.), Med. auch Wolle färben (Eust., H.) mit μήλωσις Sondierung, μηλωτή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον Sonde (Mediz.); μηλαφάω sondieren (Sophr., H., EM, Eust.; nach ψηλαφάω); μήλωθρον gefärbte Wolle (Eust., H.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Vielleicht mit Prellwitz aus *μασ- λα (oder *μαλα) zu μαίομαι, μάσσασθαι tasten, untersuchen.
Page 2,225

Léxico de magia

sonda para ungirse los ojos ἅπαξ λέγε καμμύων, ἐγχρίου στίμι κοπτικόν, ἐγχρίου μήλῃ χρυσῇ dilo una vez cerrando los ojos y úngete con antimonio cóptico, úngete con una sonda de oro P IV 1070