φωλάς: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />situé dans une cavité.<br />'''Étymologie:''' [[φωλεός]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[situé dans une cavité]].<br />'''Étymologie:''' [[φωλεός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλάς Medium diacritics: φωλάς Low diacritics: φωλάς Capitals: ΦΩΛΑΣ
Transliteration A: phōlás Transliteration B: phōlas Transliteration C: folas Beta Code: fwla/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A lurking in a hole, ἀραχναίη, σίλφη, AP9.233 (Eryc.), 251 (Even.), etc.: of the bear, lying torpid in its cave, Theoc.1.115, Hymn.Is.46; metaph., of a shy maiden (opp. πόρνη), φωλάδα παρθενικήν AP11.34 (Phld.); ἀγκύρας φωλάδας, of anchors buried in the sand, ib.10.2 (Antip.Sid.). 2 as substantive, a mollusc that makes holes in stones, Lithodomus, Ath. 3.88a: Hsch. has φωλαΐδες, from a confusion of φωλάδες and φωλίδες. II full of holes or lurking places, πέτρη Nonn.D.1.163; ὕλη 6.270, 22.116; ἔκθορε φωλάδος κοίτης, of a lion, Babr.82.3. III φωλάς· εἶδος νόσου (i.e. = φωλεία 1), Suid.

German (Pape)

[Seite 1321] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; σίλφη Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ φωλάς Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); ἄρκτος Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch κοίτη, Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
situé dans une cavité.
Étymologie: φωλεός.

Russian (Dvoretsky)

φωλάς: άδος adj. f живущая в норе, прячущаяся в пещере (ἄρκτος Theocr.; σίλφη, ἀραχναίη Anth.): φ. κοιτή Babr. подземное логовище; ἄγκυρα φ. Anth. зарывшийся в землю якорь; φ. παρθενική Anth. публичная женщина.

Greek (Liddell-Scott)

φωλάς: -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, αὐτόθι 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι ζῷον ἐκ τοῦ εἴδους τῶν μαλακίων, ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. πλήρης ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = φωλεία, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν
ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν χωμένα μέσα σε μαλακούς βράχους, σε τύρφη, σε ξύλο, σε συμπαγή λάσπη ή σε άλλα όστρακα
νεοελλ.
1. ζωολ. το λιθώδες τμήμα της μεμβράνης η οποία περιβάλλει τους πολύποδες τών κοραλλιών
2. σωρεία ή αποικία πολλών πολυπόδων
μσν.-αρχ.
(με σημ. επιθ.)
1. (για ζώο) αυτή που παραμένει κρυμμένη μέσα σε φωλιά («φωλάδες άρκτοι» — αρκούδες που βρίσκονται σε κατάσταση χειμέριας νάρκης μέσα σε σπήλαια, Θεόκρ.)
2. γεμάτη οπές ή φωλιές («φωλὰς πέτρη», Νόνν.)
αρχ.
1. μτφ. ντροπαλό κορίτσι («συζεύξατέ μοι φωλάδα παρθενικήν», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) χειμέρια νάρκη, φωλεία
3. φρ. «ἀγκύρας φωλάδας» — άγκυρες χωμένες μέσα στην άμμο (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ-εός / φωλ-εά + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς). Ο τ. φολάς της Νέας Ελληνικής αποτελεί εσφ. μεταφορά του αντιδάνειου επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. phōlas].

Greek Monotonic

φωλάς: -άδος, ἡ,
I. = φωλεύουσα, αυτή που διαμένει σε τρύπα, σε Ανθ.· λέγεται για την αρκούδα, αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη σπηλιά της, σε Θεόκρ.
II. γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ.

Middle Liddell

φωλάς, άδος, = φωλεύουσα]
I. lurking in a hole, Anth.; of the bear, lying torpid in its cave, Theocr.
II. full of lurking places, Babr.