κοιτών: Difference between revisions
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koiton | |Transliteration C=koiton | ||
|Beta Code=koitw/n | |Beta Code=koitw/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, < | |Definition=ῶνος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bed-chamber]], Ar.''Fr.''6, ''PTeb.''120.14 (i B.C.), D.S.11.69, etc.; [[ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος]] = [[chamberlain]], Act.Ap.12.20, Arr.''Epict.''3.22.15; [[ἐπὶ κοιτῶνος Σεβαστοῦ]] = Lat. [[cubicularius Augusti]], ''CIG''2947 (Caria, ii A.D.), cf. ''IG''14.2143, al.: rejected by the Atticists, who hold [[δωμάτιον]] to be correct, cf. Poll.1.79, Phryn.227.<br><span class="bld">2</span> [[grave]], IG14.464 (Catana).<br><span class="bld">3</span> [[nursery]], [[ἐν κοιτῶνι εἶναι]] to [[be an infant]], [[be a minor]], Just. ''Nov.''155''Praef.''<br><span class="bld">II</span> [[landing place]], Stad.128. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1471.png Seite 1471]] ῶνος, ὁ, Schlafgemach, VLL., von Phryn. p. 252 verworfen, wo Lob. Beispiele aus Matro bei Ath. IV, 135 d u. Sp. beibringt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1471.png Seite 1471]] ῶνος, ὁ, [[Schlafgemach]], VLL., von Phryn. p. 252 verworfen, wo Lob. Beispiele aus Matro bei Ath. IV, 135 d u. Sp. beibringt. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κοιτών -ῶνος, ὁ [κοίτη] [[slaapkamer]]:. [[ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος]] = [[kamerheer]] (eretitel) NT Act. Ap. 12.20. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοιτών:''' ῶνος ὁ спальня Arph., Luc., NT. | |elrutext='''κοιτών:''' ῶνος ὁ [[спальня]] Arph., Luc., NT. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιτών''': -ῶνος, ὁ, ([[κοίτη]]) [[δωμάτιον]] ὕπνου, [[θάλαμος]], «κρεββατοκάμαρα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 113, Μάτρων κτλ. παρ’ Ἀθην. 135D, Διόδ. 11. 69· ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, [[θαλαμηπόλος]], praefectus cubiculi, Πράξ. Ἀποστ. ΙΒ΄, 20, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2947, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[κοιτωνίτης]]. ― Ἀποδοκιμάζεται ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων διατεινομένων ὅτι [[δωμάτιον]] [[εἶναι]] ἡ [[δόκιμος]] [[λέξις]], πρβλ. Πολυδ. Α΄, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Φρύν. 252, καὶ ἴδε [[προδωμάτιον]]. ΙΙ. [[ταμεῖον]], Δίων Κ. 61. 5. ΙΙΙ. [[ἀποβάθρα]], Σταδιασμ. 2. 460 Gail. | |lstext='''κοιτών''': -ῶνος, ὁ, ([[κοίτη]]) [[δωμάτιον]] ὕπνου, [[θάλαμος]], «κρεββατοκάμαρα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 113, Μάτρων κτλ. παρ’ Ἀθην. 135D, Διόδ. 11. 69· [[ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος]], [[θαλαμηπόλος]], [[praefectus cubiculi]], Πράξ. Ἀποστ. ΙΒ΄, 20, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2947, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[κοιτωνίτης]]. ― Ἀποδοκιμάζεται ἡ [[λέξις]] ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων διατεινομένων ὅτι [[δωμάτιον]] [[εἶναι]] ἡ [[δόκιμος]] [[λέξις]], πρβλ. Πολυδ. Α΄, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Φρύν. 252, καὶ ἴδε [[προδωμάτιον]]. ΙΙ. [[ταμεῖον]], Δίων Κ. 61. 5. ΙΙΙ. [[ἀποβάθρα]], Σταδιασμ. 2. 460 Gail. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 05:48, 5 May 2023
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bed-chamber, Ar.Fr.6, PTeb.120.14 (i B.C.), D.S.11.69, etc.; ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος = chamberlain, Act.Ap.12.20, Arr.Epict.3.22.15; ἐπὶ κοιτῶνος Σεβαστοῦ = Lat. cubicularius Augusti, CIG2947 (Caria, ii A.D.), cf. IG14.2143, al.: rejected by the Atticists, who hold δωμάτιον to be correct, cf. Poll.1.79, Phryn.227.
2 grave, IG14.464 (Catana).
3 nursery, ἐν κοιτῶνι εἶναι to be an infant, be a minor, Just. Nov.155Praef.
II landing place, Stad.128.
German (Pape)
[Seite 1471] ῶνος, ὁ, Schlafgemach, VLL., von Phryn. p. 252 verworfen, wo Lob. Beispiele aus Matro bei Ath. IV, 135 d u. Sp. beibringt.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
chambre à coucher.
Étymologie: κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιτών -ῶνος, ὁ [κοίτη] slaapkamer:. ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος = kamerheer (eretitel) NT Act. Ap. 12.20.
Russian (Dvoretsky)
κοιτών: ῶνος ὁ спальня Arph., Luc., NT.
English (Strong)
from κοίτη; a bedroom: + chamberlain.
English (Thayer)
κοιτῶνος, ὁ (from κοίτη; cf. νυμφών etc.), a sleeping room, bed-chamber: ὁ ἐπί τοῦ κοιτῶνος, the officer who is over the bed-chamber, the chamberlain, δωμάτιον; cf. Lob. ad Phryn., p. 252f.).
Greek Monotonic
κοιτών: -ῶνος, ὁ (κοίτη), καμάρα, υπνοδωμάτιο, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κοιτών: -ῶνος, ὁ, (κοίτη) δωμάτιον ὕπνου, θάλαμος, «κρεββατοκάμαρα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 113, Μάτρων κτλ. παρ’ Ἀθην. 135D, Διόδ. 11. 69· ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, Πράξ. Ἀποστ. ΙΒ΄, 20, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2947, καὶ ἀλλ.· πρβλ. κοιτωνίτης. ― Ἀποδοκιμάζεται ἡ λέξις ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων διατεινομένων ὅτι δωμάτιον εἶναι ἡ δόκιμος λέξις, πρβλ. Πολυδ. Α΄, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Φρύν. 252, καὶ ἴδε προδωμάτιον. ΙΙ. ταμεῖον, Δίων Κ. 61. 5. ΙΙΙ. ἀποβάθρα, Σταδιασμ. 2. 460 Gail.
Middle Liddell
κοιτών, ῶνος, κοίτη
a bed-chamber, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος a chamberlain, praefectus cubiculi, NTest.
Chinese
原文音譯:koitèn 虧團
詞類次數:名詞(1)
原文字根:臥房 相當於: (חֶדֶר)
字義溯源:寢室,臥室,內室,內侍臣;源自(κοίτη)=床);而 (κοίτη)出自(κεῖμαι)*=躺)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 臥室(1) 徒12:20
Mantoulidis Etymological
(=δωμάτιο ὕπνου). Ἀπό τό κοίτη τοῦ κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.