φαιδρόνους: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[εύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]] / [[νόος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σοφό</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[εύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]] / [[νόος]]), [[πρβλ]]. [[σοφόνους]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:48, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν, with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l'âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφόνους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φαιδρό-νους, ουν,
with bright, joyous mind, Aesch.