Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάρημαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[είμαι]] καθισμένος [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] και [[τρώω]] στο [[τραπέζι]] κάποιου άλλου<br /><b>3.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον («παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[παρέζομαι]] «[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (<b>πρβλ.</b> <i>κάθ</i>-<i>ημαι</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[είμαι]] καθισμένος [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] και [[τρώω]] στο [[τραπέζι]] κάποιου άλλου<br /><b>3.</b> [[κατοικώ]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κατοικώ]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[πλησιάζω]] κάποιον («παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[παρέζομαι]] «[[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον» με σημ. ενεστ. ([[πρβλ]]. [[κάθημαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρημαι Medium diacritics: πάρημαι Low diacritics: πάρημαι Capitals: ΠΑΡΗΜΑΙ
Transliteration A: párēmai Transliteration B: parēmai Transliteration C: parimai Beta Code: pa/rhmai

English (LSJ)

used as pf. Pass. of παρίζω, A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456: generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407. 2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.

German (Pape)

[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.

French (Bailly abrégé)

inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-ημαι zitten bij; vertoeven.

Russian (Dvoretsky)

πάρημαι: (impf. παρήμην, inf. παρῆσθαι)
1 сидеть возле, находиться рядом (νηυσί Hom.);
2 наседать, донимать: παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Hom. наседающие (на Ахилла) с разных сторон.

English (Autenrieth)

part. παρήμενος: sit down at or near, remain or dwell near, Od. 13.407; implying annoyance, Il. 9.311.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον
2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου
3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον
4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του παρέζομαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον» με σημ. ενεστ. (πρβλ. κάθημαι)].

Greek Monotonic

πάρημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του παρίζω, κάθομαι δίπλα ή κοντά, παρακάθημαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ἀλλοτρίοισι παρήμενος, παρευρίσκομαι, διασκεδάζω με άλλους, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, κατοικώ μαζί, σύεσσι πάρημαι, στο ίδ.· απόλ., κάθομαι δίπλα ή κοντά, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.

Middle Liddell

properly perf. pass. of παρίζω
to be seated beside or by, c. dat., Il., Eur.; ἀλλοτρίοισι παρήμενος seated at other men's tables, Od.: generally, to dwell with, σύεσσι π. Od.:—absol. to sit beside or near, Hom.