σφηκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />μακρύ [[ξύλο]] που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ [[ξύλο]], το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[δοκός]], [[στύλος]], [[κεραία]] ιστού, [[ιστός]] λέμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], όπως η [[ουρά]] της σφήκας («[[εἰκῆ]] δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που προεξείχε [[πάνω]] από τη [[θύρα]] της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε [[κάθε]] δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />μακρύ [[ξύλο]] που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ [[ξύλο]], το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[δοκός]], [[στύλος]], [[κεραία]] ιστού, [[ιστός]] λέμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], όπως η [[ουρά]] της σφήκας («[[εἰκῆ]] δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που προεξείχε [[πάνω]] από τη [[θύρα]] της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε [[κάθε]] δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[ὀβελίσκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:25, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκίσκος Medium diacritics: σφηκίσκος Low diacritics: σφηκίσκος Capitals: ΣΦΗΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēkískos Transliteration B: sphēkiskos Transliteration C: sfikiskos Beta Code: sfhki/skos

English (LSJ)

ὁ, A piece of wood pointed like a wasp's tail, pointed stick or stake, Ar.Pl.301. II roof-timber, rafter, IG12.372.81, 22.1668.53, Plb.5.89.6. III lintel, IG12.313.108, Arist.Ath.65.2. IV v.l. for σφηνίσκος III (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
morceau de bois pointu, pieu.
Étymologie: σφήξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηκίσκος -ου, ὁ [σφήξ] puntige paal (als de angel van een wesp).

Russian (Dvoretsky)

σφηκίσκος:
1 остроконечный кол Arph.;
2 брус, стропило Polyb.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου
αρχ.
1. μακρύ ξύλο με μυτερό άκρο, όπως η ουρά της σφήκας («εἰκῆ δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», Αριστοφ.)
2. λίθος που προεξείχε πάνω από τη θύρα της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε κάθε δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός + επίθημα -ίσκος (πρβλ. ὀβελίσκος)].

Greek Monotonic

σφηκίσκος: ὁ (σφήξ), αιχμηρό κομμάτι ξύλου που μοιάζει με κεντρί σφήκας, αιχμηρός πάσσαλος ή κοντάρι, ξύλο οικοδομής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίσκος: ὁ, ξύλον μακρὸν ἀπολῆγον εἰς ὀξὺ ὡς ἡ οὐρὰ τοῦ σφηκός, ἀλλαχοῦ σκόλοψ, Ἀριστοφ. Πλ. 301. ΙΙ. ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς (Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 81), σφηκίσκοι μνημονεύονται μετὰ τῶν ἱμάντων ὡς ξύλα τῆς ὀροφῆς· οὕτω σφηκίσκοι καὶ στρωτῆρες μνημονεύονται ὁμοῦ παρὰ Πολυβ. 5. 89, 6. Ὁ Βöckh. ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 281 πιστεύει ὅτι σφηκίσκοι εἶναι τὰ μικρὰ ξύλα ἢ δοκοί, ἐφ’ ὧν ἐπιτίθενται οἱ ἱμάντες καὶ στρωτῆρες· πρβλ. σφηκίας, σφὴξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, σφηκίσκος φαίνεται ὅτι εἶναι λίθος προεξέχων ὑπεράνω τῆς αὐλείου θύρας τοῦ δικαστηρίου, ἔχων δὲ ἴδιον χρωματισμὸν ὅπως οὕτω διακρίνηται ἕκαστον δικαστήριον, ἴδε Βöckh. αὐτόθι σ. 341.

Middle Liddell

σφηκίσκος, ὁ, σφήξ
a piece of wood pointed like a wasp's tail, a pointed stick or stake, Ar.