ῥαγδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῖον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῖον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῖον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῖον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]]). Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαγδαῖος Medium diacritics: ῥαγδαῖος Low diacritics: ραγδαίος Capitals: ΡΑΓΔΑΙΟΣ
Transliteration A: rhagdaîos Transliteration B: rhagdaios Transliteration C: ragdaios Beta Code: r(agdai=os

English (LSJ)

α, ον, (ῥάγδην) A furious, violent, of rain-storms, Arist. Mete.349a6, Aud.803a5, Plu.Tim.28, Luc.Tim.3; of lightning, Philostr.Im.1.14. Adv. -αίως Aristid.Quint.2.11. 2 of persons, raging, furious, Telecl.30, Ar.Fr.243, Antiph.7; ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Diph.67; ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Pel.1: τὸ ῥ. violence, Id.2.447a, 456c. Adv. -αίως violently, ἀναχεῖν Dsc.2.74; ὕειν, metaph. of a talkative woman, Lib.Decl.26.22.

German (Pape)

[Seite 830] reißend, bes. vom Sturm u. Platzregen, ὄμβροι, Plut. plac. phil. 4, 1 u. oft; ὑετός, Luc. Tim. 3 u. öfter; auch vom Blitze, Jac. Philostr. imag. p. 273; vom Lauf, τὸ ῥαγδαῖον καὶ τὸ σφοδρόν, Plut. de virt. moral. 7; vom Hauche, de cohib. ira 6; – übertr., heftig, hitzig, leidenschaftlich; Antiphan. in VLL.; Diphil. bei Phot. lex.; Plut. Pelop. 1; Clem. Al. u. a. Sp.; – ῥαγδαιοτέρως, E. M. 807, 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
véhément, impétueux en parl. du vent, de la pluie, etc. ; en parl. de pers. furieux ; τὸ ῥαγδαῖον PLUT violence.
Étymologie: ῥάγδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαγδαῖος:
1 стремительный, неукротимый (ἐν τοῖς ἀγῶσι Plut.);
2 сильный, проливной (ὄμβροι Plut.; ὑετός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαγδαῖος: -α, -ον, (ῥάγδην) ὡς καὶ νῦν, ὁρμητικός, βίαιος, σφοδρός, ἰσχυρός, ἀθρόος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 17, π. Ἀκουστ. 45, Διόδ. 2. 27, Πλουτ. Τιμολ. 28, Λουκ. Τίμ. 3· ἐπὶ ἀστραπῆς, Wessel. εἰς Διόδ. 1. 141, Jac. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 273· ἐπὶ ποτοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 185. 2) ἐπὶ προσώπων, σφοδρός, βίαιος, μανιώδης, Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 7, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 37, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 7· ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 2· ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Πλουτ. Πελοπ 1· - τὸ ῥαγδαῖον, τὸ βίαιον, Πλούτ. 2. 447Α, 456C. - Ἐπίρρ. ῥαγδαίως, ὑετὸς ῥαγδαίως φερόμενος Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 46.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῖον ὕδωρ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που συμβαίνει γρήγορα και ξαφνικά (α. «ραγδαία πτώση τών τιμών» β. «ραγδαία εξέλιξη της νόσου»)
2. ακάθεκτος και βίαιος («ραγδαία καταδίωξη τών ληστών»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ορμητικός, βίαιος, μανιώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαγδαῖον
ορμή, σφοδρότητα, βιαιότητα.
επίρρ...
ραγδαίως/ ῥαγδαίως, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν
με σφοδρότητα ή ορμητικότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γρήγορα
αρχ.
φρ. «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη γυναίκα (Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. ῥάγδην (< ῥήγνυμι) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος). Η σύνδεση του τ. με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

ῥαγδαῖος: -α, -ον (ῥάγδην), σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

ῥαγδαῖος, η, ον ῥάγδην
tearing, furious, Plut., Luc.